ἀνθυπάγω: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthypago | |Transliteration C=anthypago | ||
|Beta Code=a)nqupa/gw | |Beta Code=a)nqupa/gw | ||
|Definition= | |Definition=[ᾰγ],<br><span class="bld">A</span> [[bring to trial]] or [[indict in turn]], Th.3.70.<br><span class="bld">2</span> [[rejoin]], [[reply]], A.D.''Pron.''53.21, al.:—Pass., <b class="b3">τὸ-αγόμενον, -αχθησόμενον</b>, Id.''Synt.''118.1, 121.22.<br><span class="bld">b</span> [[substitute]], ib.12.9, etc.<br><span class="bld">3</span> [[lead under in turn]], αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸ ζυγόν D.C.''Fr.''36.22; but in Med., [[bring over]], <b class="b3">τινὰς ἐς εὔνοιαν</b> ib.35.10.<br><span class="bld">4</span> [[withdraw in turn]], ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146J. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[llevar a su vez]] ὑπάγουσιν αὐτὸν οὗτοι ... ἐς δίκην ... ὁ δὲ ἀποφυγὼν ἀνθυπάγει αὐτῶν τοὺς πλουσιωτάτους le llevan ésos ... a juicio ... pero él, una vez absuelto, lleva a su vez a los más ricos de ellos</i> Th.3.70, τοὺς αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸν ζυγὸν ἀνθυπήγαγον los romanos a los samnitas, D.C.36.22, en v. med. ἀνθυπαγόμενοι τοὺς Λατίνους ἐς εὔνοιαν D.C.35.10, en v. pas. οἱ δὲ φιλανθρώπως ἀνθυπάγονται τῇ αἰχμαλωσίᾳ pero estos a su vez son conducidos humanamente al cautiverio</i> Basil.M.30.608B.<br /><b class="num">2</b> gram. [[responder]], [[contestar]] ὅπου ... πρὸς τὰς ἐρωτήσεις ἀνθυπάγομεν τὸ ναί ἢ οὔ A.D.<i>Synt</i>.117.26, cf. 118.1, tb. en v. med. πρὸς τὰ πύσματα αἱ εὐθεῖαι ἀνθυπάγονται A.D.<i>Pron</i>.53.21, en v. pas. τὸ ἀνθυπαχθησόμενον πρόσωπον la persona que va a ser contrapuesta</i> A.D.<i>Synt</i>.121.21<br /><b class="num">•</b>del pron. [[sustituir]], [[introducir a cambio]] en v. pas. ὁπότε ... ἀνθυπάγεται [[ἀντωνυμία]] A.D.<i>Synt</i>.12.9.<br /><b class="num">II</b> intr. [[retirarse a su vez]] ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0235.png Seite 235]] sc. ἐς δίκην, dagegen anklagen, Thuc. 3, 70. Bei Apoll. pron. 276 b = ein Wort dem andern entgegenstellen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0235.png Seite 235]] ''[[sc.]]'' ἐς δίκην, dagegen anklagen, Thuc. 3, 70. Bei Apoll. pron. 276 b = ein Wort dem andern entgegenstellen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἠνθυπῆγον;<br />[[accuser à son tour]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑπάγω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθυπάγω:''' (''[[sc.]]'' ἐς [[δίκην]]) предъявлять встречное обвинение, вызывать в свою очередь на суд (ὑπάγουσιν αὐτόν, ὁ δὲ ἀνθυπάγει τοὺς ἄνδρας Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθυπάγω''': [ᾰ], [[καταγγέλλω]] καὶ ἐγὼ τὸ [[δικαστήριον]] τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) [[ἀναφέρω]], [[ὑπάγω]], τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, [[αὖθις]] δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829). | |lstext='''ἀνθυπάγω''': [ᾰ], [[καταγγέλλω]] καὶ ἐγὼ τὸ [[δικαστήριον]] τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) [[ἀναφέρω]], [[ὑπάγω]], τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, [[αὖθις]] δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθυπάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσάγω]] σε [[δίκη]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀνθυπάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσάγω]] σε [[δίκη]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[bring]] to [[trial]] in [[turn]], Thuc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰγ],
A bring to trial or indict in turn, Th.3.70.
2 rejoin, reply, A.D.Pron.53.21, al.:—Pass., τὸ-αγόμενον, -αχθησόμενον, Id.Synt.118.1, 121.22.
b substitute, ib.12.9, etc.
3 lead under in turn, αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸ ζυγόν D.C.Fr.36.22; but in Med., bring over, τινὰς ἐς εὔνοιαν ib.35.10.
4 withdraw in turn, ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146J.
Spanish (DGE)
I tr.
1 llevar a su vez ὑπάγουσιν αὐτὸν οὗτοι ... ἐς δίκην ... ὁ δὲ ἀποφυγὼν ἀνθυπάγει αὐτῶν τοὺς πλουσιωτάτους le llevan ésos ... a juicio ... pero él, una vez absuelto, lleva a su vez a los más ricos de ellos Th.3.70, τοὺς αἰχμαλώτους ὑπὸ τὸν ζυγὸν ἀνθυπήγαγον los romanos a los samnitas, D.C.36.22, en v. med. ἀνθυπαγόμενοι τοὺς Λατίνους ἐς εὔνοιαν D.C.35.10, en v. pas. οἱ δὲ φιλανθρώπως ἀνθυπάγονται τῇ αἰχμαλωσίᾳ pero estos a su vez son conducidos humanamente al cautiverio Basil.M.30.608B.
2 gram. responder, contestar ὅπου ... πρὸς τὰς ἐρωτήσεις ἀνθυπάγομεν τὸ ναί ἢ οὔ A.D.Synt.117.26, cf. 118.1, tb. en v. med. πρὸς τὰ πύσματα αἱ εὐθεῖαι ἀνθυπάγονται A.D.Pron.53.21, en v. pas. τὸ ἀνθυπαχθησόμενον πρόσωπον la persona que va a ser contrapuesta A.D.Synt.121.21
•del pron. sustituir, introducir a cambio en v. pas. ὁπότε ... ἀνθυπάγεται ἀντωνυμία A.D.Synt.12.9.
II intr. retirarse a su vez ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος Aristid.1.146.
German (Pape)
[Seite 235] sc. ἐς δίκην, dagegen anklagen, Thuc. 3, 70. Bei Apoll. pron. 276 b = ein Wort dem andern entgegenstellen.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠνθυπῆγον;
accuser à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπάγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυπάγω: (sc. ἐς δίκην) предъявлять встречное обвинение, вызывать в свою очередь на суд (ὑπάγουσιν αὐτόν, ὁ δὲ ἀνθυπάγει τοὺς ἄνδρας Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπάγω: [ᾰ], καταγγέλλω καὶ ἐγὼ τὸ δικαστήριον τὸν ὑπαγαγόντα με εἰς δίκην καὶ ἀποτυχόντα, Θουκ. 3. 70. 2) ἀναφέρω, ὑπάγω, τὰ ἄρθρα ἀνθυπάγεται ταῖς ἀντωνυμίαις Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 264C. - ἐπὶ στρατοῦ, ἀνθυποχωρῶ, αὖθις δὲ ἀνθυπῆγε Μαρδόνιος τοὺς Λακεδαιμονίους ἀνθαιρούμενος Ἀριστείδ. τόμ. 1, σ. 237, ἔκδ. Γ. Δινδορφ. (1829).
Greek Monolingual
ἀνθυπάγω (Α)
1. καταγγέλλω στο δικαστήριο αυτόν που μου έκανε αγωγή και την έχασε
2. (για στρατεύματα) αποσύρω αμοιβαία
3. υποκαθιστώ, αντικαθιστώ.
Greek Monotonic
ἀνθυπάγω: [ᾰ], μέλ. -ξω, προσάγω σε δίκη με τη σειρά μου, σε Θουκ.