χλοάζω: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chloazo | |Transliteration C=chloazo | ||
|Beta Code=xloa/zw | |Beta Code=xloa/zw | ||
|Definition=(χλόη) < | |Definition=([[χλόη]])<br><span class="bld">A</span> to [[be bright green]], Arist.''Mir.''846b13: especially of plants, Corn.''ND''28, Plu.2.517d, ''Gp.''11.18.8; τὸ χλοάζον πᾶν Ael. ''VH''3.1.<br><span class="bld">II</span> [[sprout]], [[bud]], Nic.''Th.''576; <b class="b3">σπέρμα παρ' ἀτραπιτοῖσι χλοάζον</b> ib.917.<br><span class="bld">III</span> Med., [[feed on grass]], Hippiatr.97.<br><span class="bld">IV</span> metaph., <b class="b3">ἄρτι χλοαζούσας αὐλητρίδας</b> [[budding]], cj. for <b class="b3">χνο-</b> in Metag.4.3 (hex.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1359.png Seite 1359]] junge Keime od. Sprossen treiben, grünen, bes. grüngelb, wie die jungen Keime aussehen; φολὶς χλοάζουσα Arist. mirab. 178; Nic. Th. 147. 576. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1359.png Seite 1359]] junge Keime od. Sprossen treiben, grünen, bes. grüngelb, wie die jungen Keime aussehen; φολὶς χλοάζουσα Arist. mirab. 178; Nic. Th. 147. 576. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[germer]].<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χλοάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[становиться зеленым]], [[зеленеть]] (τὰ φυτὰ χλοάζει Arst., Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[быть зеленым]]: ἡ χλοάζουσα [[χροιά]] Arst. зеленый цвет, зелень. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλοάζω''': μέλλ. άσω, ([[χλόη]]) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]], ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς [[πράσινος]], [[αὐτόθι]] 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, [[τρώγω]] χλόην, δηλ. [[χόρτον]] χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ [[ἀνθηρός]] ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν». | |lstext='''χλοάζω''': μέλλ. άσω, ([[χλόη]]) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]], ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς [[πράσινος]], [[αὐτόθι]] 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, [[τρώγω]] χλόην, δηλ. [[χόρτον]] χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ [[ἀνθηρός]] ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[χλοάω]] Α [[χλόη]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[χρώμα]] πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>χλοάζομαι</i><br />[[τρώω]] χλωρά χόρτα. | |mltxt=ΝΜΑ, και [[χλοάω]] Α [[χλόη]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[χρώμα]] πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>χλοάζομαι</i><br />[[τρώω]] χλωρά χόρτα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
(χλόη)
A to be bright green, Arist.Mir.846b13: especially of plants, Corn.ND28, Plu.2.517d, Gp.11.18.8; τὸ χλοάζον πᾶν Ael. VH3.1.
II sprout, bud, Nic.Th.576; σπέρμα παρ' ἀτραπιτοῖσι χλοάζον ib.917.
III Med., feed on grass, Hippiatr.97.
IV metaph., ἄρτι χλοαζούσας αὐλητρίδας budding, cj. for χνο- in Metag.4.3 (hex.).
German (Pape)
[Seite 1359] junge Keime od. Sprossen treiben, grünen, bes. grüngelb, wie die jungen Keime aussehen; φολὶς χλοάζουσα Arist. mirab. 178; Nic. Th. 147. 576.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
χλοάζω:
1 становиться зеленым, зеленеть (τὰ φυτὰ χλοάζει Arst., Plut.);
2 быть зеленым: ἡ χλοάζουσα χροιά Arst. зеленый цвет, зелень.
Greek (Liddell-Scott)
χλοάζω: μέλλ. άσω, (χλόη) εἶμαι ἢ γίνομαι χλοερός, πρασινίζω, ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς πράσινος, αὐτόθι 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, τρώγω χλόην, δηλ. χόρτον χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ ἀνθηρός ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν».
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και χλοάω Α χλόη
είμαι ή γίνομαι χλοερός, πρασινίζω
μσν.-αρχ.
1. έχω χρώμα πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», Πλούτ.)
2. μέσ. χλοάζομαι
τρώω χλωρά χόρτα.