πρασινίζω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
= πρασίζω, interpol. in Dsc.3.54, cf. Sch.rec.A.Pers. 617, David Proll.163.27.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰσῐνίζω: πρασίζω, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 617, κτλ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πράσινος
νεοελλ.
1. κάνω κάτι πράσινο («πρασίνισες το πουκάμισό σου με τα χόρτα»)
2. (για τα φυτά και τη γη) σκεπάζομαι από φύλλα ή χλόη («οι κάμποι επρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν», δημ. τραγούδι)
3. φρ. «πρασίνισε από το κακό του» — ενοχλήθηκε πάρα πολύ, θύμωσε, πολύ)
νεοελλ.-μσν.
αποκτώ πράσινο χρώμα, γίνομαι πράσινος, φαίνομαι πράσινος (α. «δύο κυπαρίσσια αδελφωμένα που πρασινίζουνε μέσ' στους σταυρούς», Σολωμ.
β. «πρασίνισε από τον φόβο του»)
αρχ.
παίρνω το χρώμα του πράσου, πρασίζω.