ὀσφραντικός: Difference between revisions

From LSJ

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=osfrantikos
|Transliteration C=osfrantikos
|Beta Code=o)sfrantiko/s
|Beta Code=o)sfrantiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of smelling, quick of scent</b>, <b class="b3">[κυνίδια</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>781b10</span>; of the vine, <b class="b2">sensitive to odours</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.18.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">τὸ ὀ. αἰσθητήριον</b> the organ <b class="b2">of the sense of smell</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">de An.</span> 421b32</span>; <b class="b3">τὸ ὀσφραντικόν</b> <b class="b2">the capacity of smelling</b>, <b class="b3">ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ </b>. <span class="bibl"><span class="title">Sens.</span>438b22</span>.</span>
|Definition=ὀσφραντική, ὀσφραντικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of smelling]], [[quick of scent]], [κυνίδια] Arist.''GA''781b10; of the vine, [[sensitive to odours]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.18.4.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον</b> [[the organ of the sense of smell]], Arist. ''de An.'' 421b32; [[τὸ ὀσφραντικόν]] = [[the capacity of smelling]], <b class="b3">ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀ.</b> ''Sens.''438b22.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0401.png Seite 401]] zum Riechen gehörig, Arist. gen. an. 5, 2; τὸ ὀσφ., sp. Medic., wie ὀσφραντήριον.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀσφραντικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[обладающий тонким обонянием]] (κυνίδια Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[обонятельный]] ([[αἰσθητήριον]] Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''ὀσφραντικός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὀξεῖαν ἔχων ὄσφρησιν, κυνίδια Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 7· ἐπὶ ἀμπέλου, [[εὐαίσθητος]] εἰς [[ὀσμάς]], Θεοφράστου π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 4, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 6. 2) τὸ ὀσφρ. [[αἰσθητήριον]], τὸ [[ὄργανον]] τῆς ὀσφρήσεως, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 13., 3. 1, 1· τὸ ὀσφραντικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ [[ὄσφρησις]], τοῦτο δυνάμει τὸ ὀσφρ. ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 2, 19. ΙΙ. τὸ ὀσφραντικόν, = ὀσφραντήριον, ΙΙ. Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ὀσφραντικός]], -ή, -όν) [[οσφραντός]]<br />(ο [[σχετικός]] με την όσφρηση, [[οσφρητικός]] α. «οσφραντικό [[νεύρο]]» β. «τὸ ὀσφραντικὸν [[αἰσθητήριον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, που [[είναι]] [[ευαίσθητος]] σε οσμές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀσφραντικόν</i><br />α) η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] κάποιου να οσφραίνεται<br />β) το [[οσφράδιο]].
}}
}}

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσφραντικός Medium diacritics: ὀσφραντικός Low diacritics: οσφραντικός Capitals: ΟΣΦΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: osphrantikós Transliteration B: osphrantikos Transliteration C: osfrantikos Beta Code: o)sfrantiko/s

English (LSJ)

ὀσφραντική, ὀσφραντικόν,
A capable of smelling, quick of scent, [κυνίδια] Arist.GA781b10; of the vine, sensitive to odours, Thphr. CP 2.18.4.
2 τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον the organ of the sense of smell, Arist. de An. 421b32; τὸ ὀσφραντικόν = the capacity of smelling, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀ. Sens.438b22.

German (Pape)

[Seite 401] zum Riechen gehörig, Arist. gen. an. 5, 2; τὸ ὀσφ., sp. Medic., wie ὀσφραντήριον.

Russian (Dvoretsky)

ὀσφραντικός:
1 обладающий тонким обонянием (κυνίδια Arst.);
2 обонятельный (αἰσθητήριον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀσφραντικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὀξεῖαν ἔχων ὄσφρησιν, κυνίδια Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 7· ἐπὶ ἀμπέλου, εὐαίσθητος εἰς ὀσμάς, Θεοφράστου π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 4, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 6. 2) τὸ ὀσφρ. αἰσθητήριον, τὸ ὄργανον τῆς ὀσφρήσεως, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 13., 3. 1, 1· τὸ ὀσφραντικόν, ἡ δύναμις τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀσφρ. ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 2, 19. ΙΙ. τὸ ὀσφραντικόν, = ὀσφραντήριον, ΙΙ. Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀσφραντικός, -ή, -όν) οσφραντός
(ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν
α) η δύναμη, η ικανότητα κάποιου να οσφραίνεται
β) το οσφράδιο.