Σκυθίζω: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Skythizō | |Transliteration B=Skythizō | ||
|Transliteration C=Skythizo | |Transliteration C=Skythizo | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*skuqi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[behave like a Scythian]], i.e.,<br><span class="bld">1</span> [[drink immoderately]], Hieronym.Rhod. ap. Ath.11.499f; cf. [[ἐπισκυθίζω]].<br><span class="bld">2</span> from the Scythian practice of scalping slain enemies, [[shave the head]], ἐσκυθισμένος ξυρῷ E.''El.''241; so [χαίτην] ἐσκύθιξε φασγάνῳ [[cut]] it [[off]] in mourning, ''Epigr.Gr.''790.8 (Achaea): cf. [[ἀποσκυθίζω]].<br><span class="bld">3</span> [[talk Scythian]], Him.''Or.''30.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σκῠθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] ως [[Σκύθης]], [[μιμούμαι]] τα ήθη των Σκυθών· απ' όπου, λόγω της συνήθους πρακτικής των Σκυθών να αφαιρούν το [[δέρμα]] του κεφαλιού των σκοτωμένων εχθρών τους, κατέληξε να σημαίνει, [[ξυρίζω]] το [[κεφάλι]] μου· <i>ἐσκυθισμένος ξυρῷ</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''Σκῠθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[συμπεριφέρομαι]] ως [[Σκύθης]], [[μιμούμαι]] τα ήθη των Σκυθών· απ' όπου, λόγω της συνήθους πρακτικής των Σκυθών να αφαιρούν το [[δέρμα]] του κεφαλιού των σκοτωμένων εχθρών τους, κατέληξε να σημαίνει, [[ξυρίζω]] το [[κεφάλι]] μου· <i>ἐσκυθισμένος ξυρῷ</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Σκῠθίζω, [from Σκῠ́θης]<br />to [[behave]] like a Scythian: [[hence]], from the Scythian [[practice]] of scalping [[slain]] enemies, to [[shave]] the [[head]], ἐσκυθισμένος ξυρῷ Eur. <br /><br />to [[behave]] like a Scythian: [[hence]], from the Scythian [[practice]] of scalping [[slain]] enemies, to [[shave]] the [[head]], ἐσκυθισμένος ξυρῶι Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
A behave like a Scythian, i.e.,
1 drink immoderately, Hieronym.Rhod. ap. Ath.11.499f; cf. ἐπισκυθίζω.
2 from the Scythian practice of scalping slain enemies, shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῷ E.El.241; so [χαίτην] ἐσκύθιξε φασγάνῳ cut it off in mourning, Epigr.Gr.790.8 (Achaea): cf. ἀποσκυθίζω.
3 talk Scythian, Him.Or.30.1.
German (Pape)
[Seite 906] ein Scythe sein, wie ein Scythe leben, bes. unmäßig wie ein Scythe zechen, Ath. XI, 499 f. Auch = das Haar nach scythischer Sitte beschneiden, es glatt wegscheeren, κρᾶτα πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241. Vgl. ἀποσκυθίζω.
Greek (Liddell-Scott)
Σκῠθίζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ὡς Σκύθης· δηλ.,1) πίνω ἀμέτρως, Ἱερώνυμ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 499F· πρβλ. ἐπισκυθίζω. 2) ἐκ τῆς συνηθείας τῶν Σκυθῶν τοῦ νὰ ἀποσπῶσι τὸ δέρμα ἐκ τῶν κεφαλῶν τῶν ἐχθρῶν (Ἡρόδ. 4. 64), κατήντησε νὰ σημαίνῃ ξυρίζω τὴν κεφαλήν, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Εὐρ. Ἠλ. 241· οὕτω, [χαίτην] ἐσκύθιξε, ἔκειρεν αὐτὴν μὲχρι τοῦ δέρματος εἰς σημεῖον πένθους, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 970. 8· πρβλ. ἀποσκυθίζω, χειρόμακτρον. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.
Greek Monotonic
Σκῠθίζω: μέλ. -ίσω, συμπεριφέρομαι ως Σκύθης, μιμούμαι τα ήθη των Σκυθών· απ' όπου, λόγω της συνήθους πρακτικής των Σκυθών να αφαιρούν το δέρμα του κεφαλιού των σκοτωμένων εχθρών τους, κατέληξε να σημαίνει, ξυρίζω το κεφάλι μου· ἐσκυθισμένος ξυρῷ, σε Ευρ.
Middle Liddell
Σκῠθίζω, [from Σκῠ́θης]
to behave like a Scythian: hence, from the Scythian practice of scalping slain enemies, to shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῷ Eur.
to behave like a Scythian: hence, from the Scythian practice of scalping slain enemies, to shave the head, ἐσκυθισμένος ξυρῶι Eur.