κάροινον: Difference between revisions
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karoinon | |Transliteration C=karoinon | ||
|Beta Code=ka/roinon | |Beta Code=ka/roinon | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[sweet wine boiled down]], καροίνου Μεονίου ''Edict.Diocl.'' 2.13 ([[varia lectio|v.l.]] καρυηνου), cf. ''Hippiatr.''2, ''Glossaria''; <b class="b3">οἶνος Καρύϊνος</b> produced in Maeonia, Gal.15.632, 6.801, al.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἀβόλλης, Χιτὼν καρόϊνος</b> perhaps = [[καρύϊνος]], [[nut-brown]], Stud.Pal.20.46.13 (iii A.D.), cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 929.9 (ii/iii A.D.), unless a geographical name, cf. ''1''. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] τό, ein süßer, eingekochter Wein, das lat. caroenum oder carenum, Sp. Es findet sich auch καρύινον u. κάρυνον geschrieben. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κάροινον''': ἢ κάρυνον, τό, [[γλεῦκος]] βεβρασμένον, [[σίραιον]], [[ἕψημα]], «πετμέζι», Λατ. caroenum ἢ carenum, Νικολ. Ἀλεξ., Παλάδ.· παρὰ Γαλην. 6. 801, [[καρύϊνον]]· - τὰ ἀγγεῖα ἐν οἷς ἐφυλάττετο ἐκαλοῦντο καρύϊνα κεράμια, Λατ. carinariae, Φιλάγριος παρ᾽ Ὀρειβασ. 57 Matth., Γεωπ. 13. 7· [[ὡσαύτως]] καρυΐσκοι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ', 33, 34). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάροινον]] και κάρυνον και [[καρύϊνον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> βρασμένο [[γλεύκος]], [[πετιμέζι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καρύϊνα δοκίμια» — τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο [[γλεύκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρύϊνον]]. Πρόκειται για το ουδ. του επιθ. [[καρύϊνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]]) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το [[οἶνος]] λόγω του χαρακτηρισμού ενός λυδικής προελεύσεως κρασιού ([[καρύϊνος]] [[οἶνος]])]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: name of [[a sweet wine]] (Edict. Diocl.: <b class="b3">καροίνου Μεονίου</b>; Hippiatr., Gloss.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.<br />Etymology: Grimme Glotta 14, 19 assumes a loan from Semit. (Accad.) [[khurunnu]] [[sesame-wine]] (first from Hitt.); doubtful. - Note <b class="b3">οἶνος καρύϊνος</b> (Gal.; from Maeonia); also [[ἀβόλλης]], <b class="b3">χιτὼν καρόϊνος</b> (pap.; for [[καρύϊνος]] = [[nut-brown]]?). | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''κάροινον''': {károinon}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': Ben. eines süßen Weines (''Edict''. ''Diocl''.: καροίνου Μεονίου; Hippiatr., Gloss.).<br />'''Etymology''': Grimme Glotta 14, 19 vermutet Entlehnung aus semit. (akkad.) ''khurunnu'' [[Sesamwein]] (zunächst vom Hethit.); mehr als zweifelhaft. — Zu bemerken [[οἶνος]] [[καρύϊνος]] (Gal.; aus Mäonien); auch ἀβόλλης, χιτὼν καρόϊνος (Pap.; für [[καρύϊνος]] = [[nußbraun]]?).<br />'''Page''' 1,790 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A sweet wine boiled down, καροίνου Μεονίου Edict.Diocl. 2.13 (v.l. καρυηνου), cf. Hippiatr.2, Glossaria; οἶνος Καρύϊνος produced in Maeonia, Gal.15.632, 6.801, al.
II ἀβόλλης, Χιτὼν καρόϊνος perhaps = καρύϊνος, nut-brown, Stud.Pal.20.46.13 (iii A.D.), cf. POxy. 929.9 (ii/iii A.D.), unless a geographical name, cf. 1.
German (Pape)
[Seite 1328] τό, ein süßer, eingekochter Wein, das lat. caroenum oder carenum, Sp. Es findet sich auch καρύινον u. κάρυνον geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
κάροινον: ἢ κάρυνον, τό, γλεῦκος βεβρασμένον, σίραιον, ἕψημα, «πετμέζι», Λατ. caroenum ἢ carenum, Νικολ. Ἀλεξ., Παλάδ.· παρὰ Γαλην. 6. 801, καρύϊνον· - τὰ ἀγγεῖα ἐν οἷς ἐφυλάττετο ἐκαλοῦντο καρύϊνα κεράμια, Λατ. carinariae, Φιλάγριος παρ᾽ Ὀρειβασ. 57 Matth., Γεωπ. 13. 7· ὡσαύτως καρυΐσκοι, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ', 33, 34).
Greek Monolingual
κάροινον και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α)
1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι
2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» — τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. του επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το οἶνος λόγω του χαρακτηρισμού ενός λυδικής προελεύσεως κρασιού (καρύϊνος οἶνος)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: name of a sweet wine (Edict. Diocl.: καροίνου Μεονίου; Hippiatr., Gloss.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Grimme Glotta 14, 19 assumes a loan from Semit. (Accad.) khurunnu sesame-wine (first from Hitt.); doubtful. - Note οἶνος καρύϊνος (Gal.; from Maeonia); also ἀβόλλης, χιτὼν καρόϊνος (pap.; for καρύϊνος = nut-brown?).
Frisk Etymology German
κάροινον: {károinon}
Grammar: n.
Meaning: Ben. eines süßen Weines (Edict. Diocl.: καροίνου Μεονίου; Hippiatr., Gloss.).
Etymology: Grimme Glotta 14, 19 vermutet Entlehnung aus semit. (akkad.) khurunnu Sesamwein (zunächst vom Hethit.); mehr als zweifelhaft. — Zu bemerken οἶνος καρύϊνος (Gal.; aus Mäonien); auch ἀβόλλης, χιτὼν καρόϊνος (Pap.; für καρύϊνος = nußbraun?).
Page 1,790