δημιούργημα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dimioyrgima
|Transliteration C=dimioyrgima
|Beta Code=dhmiou/rghma
|Beta Code=dhmiou/rghma
|Definition=ατος, τό, [[a work of art]], [[piece of workmanship]], Longin.13.4 (pl.), <span class="bibl">Ath.11.497c</span>, <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span> p.202</span> A.; δ. χειρῶν <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>1</span>; τὰ δ. Φειδίου <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.54b</span>; <b class="b3">οὐ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων δ</b>., of the universe, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>175</span>; θεοειδὲς δ. ᾧ λογιζόμεθα <span class="bibl">Ph.1.208</span>; [[creature]], <b class="b3">πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς δ</b>. Hierocl.<span class="bibl">p.7</span> A.; also of actions, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>1.5</span>, <span class="bibl">2.7</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[a work of art]], [[piece of workmanship]], Longin.13.4 (pl.), Ath.11.497c, Herm. ''in Phdr.'' p.202 A.; δ. χειρῶν [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''1; τὰ δ. Φειδίου Jul.''Or.''2.54b; <b class="b3">οὐ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων δ.</b>, of the universe, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, cf. Dam.''Pr.''175; θεοειδὲς δ. ᾧ λογιζόμεθα Ph.1.208; [[creature]], <b class="b3">πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς δ.</b> Hierocl.p.7 A.; also of actions, Iamb.''Myst.''1.5, 2.7.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δημιούργημα -ατος, τό [δημιουργέω] [[product]], [[handwerk]].
|elnltext=δημιούργημα -ατος, τό [δημιουργέω] [[product]], [[handwerk]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιούργημα Medium diacritics: δημιούργημα Low diacritics: δημιούργημα Capitals: ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: dēmioúrgēma Transliteration B: dēmiourgēma Transliteration C: dimioyrgima Beta Code: dhmiou/rghma

English (LSJ)

-ατος, τό, a work of art, piece of workmanship, Longin.13.4 (pl.), Ath.11.497c, Herm. in Phdr. p.202 A.; δ. χειρῶν D.H.Comp.1; τὰ δ. Φειδίου Jul.Or.2.54b; οὐ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων δ., of the universe, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, cf. Dam.Pr.175; θεοειδὲς δ. ᾧ λογιζόμεθα Ph.1.208; creature, πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς δ. Hierocl.p.7 A.; also of actions, Iamb.Myst.1.5, 2.7.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 producto de artesanía, obra artesanal ῥυτὸν ... κέρας Ath.497c, δημιουργημάτων ἀποτύπωσις imitación de trabajos de artesanía op. κλοπή Longin.13.4, χειρῶν δ. de un peplo, D.H.Comp.1.2, cf. 10.2, de una corona, I.AI 14.35, cf. Plu.2.559d, D.C.49.43.2
gener. obra, producto del trabajo οὐ γὰρ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων εἶναι δημιουργήματα del cosmos y su disposición, Zaleuc.226.27, τῶν δαιμόνων τὰ σφέτερα δημιουργήματα ... συνθεωρεῖσθαι παρεχόντων Iambl.Myst.2.7, cf. 1.5, κενὸν εἱμαρμένης δ. Vett.Val.31730, cf. D.Chr.12.34, 48.14, Poll.7.7, Vett.Val.260.8, Dam.in Prm.175
esp. obra de arte τὰ Φειδίου δημιουργήματα Iul.Or.3.54a, cf. D.Chr.12.49, 77/78.24, Aesop.102, de las copas de los dioses, Herm.in Phdr.202
en lit. judeo-crist. obra de la Creación del alma τὸ θεοειδὲς ἐκεῖνο δ. Ph.1.207 cf. 208, de los seres humanos, I.AI 12.23, Clem.Al.Paed.2.1.5, gener., Clem.Al.Prot.11.115.
2 criatura ἕωσπερ οὗ ... πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς ἀπεργάσηται τὸ δ. (τὸ σπέρμα) hasta que, lista (la semilla) para el nacimiento, se realice la criatura Hierocl.1.11.

German (Pape)

[Seite 562] τό, die Arbeit; χειρῶν Dion. Hal. C. V. init.; Ath. XI, 497 b u. a. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιούργημα -ατος, τό [δημιουργέω] product, handwerk.

Russian (Dvoretsky)

δημιούργημα: ατος τό произведение, изделие (χαλκεῖα καὶ λίθινα δημιουργήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δημιούργημα: τό, ἔργον τέχνης, κατασκεύασμα, οὐ τύχης οὐδ’ ἀνθρώπων δ., ἐπὶ τοῦ σύμπαντος, Ζάλευκ. παρὰ Στοβ. 279. 20· δ. χειρῶν Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 1.

Greek Monolingual

το (AM δημιούργημα) δημιουργώ
έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα
νεοελλ.
1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών»)
2. φρ. α) «δημιουργήματα της φαντασίας σου» — ανυπόστατες, υποκειμενικές σκέψεις ή υποψίες
β) «δημιούργημα του εαυτού του» — η πρόοδος του ή η αποτυχία του οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο
γ) «δημιούργημα του δασκάλου του, τών γονιών του κ.λπ.» — η επιτυχία ή η αποτυχία του οφείλεται κυρίως στον δάσκαλο κ.λπ.