καταχρίω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachrio
|Transliteration C=katachrio
|Beta Code=kataxri/w
|Beta Code=kataxri/w
|Definition=[ῑ], [[anoint]], [[smear]], [[coat]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>625b31</span>; τέγη <span class="title">IG</span>11(2).203 <span class="title">A</span>54(Delos, iii B.C.); <b class="b3">τὰ τείχη τῆς σκηνῆς</b> ib.199 <span class="title">A</span>102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ex.</span>2.3</span>; πηλῷ πρόσωπον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>9</span>; θρόνους ἀσβόλῳ <span class="bibl">Ael. <span class="title">VH</span>2.15</span>:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον <span class="bibl">Artem.4.41</span>:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος <span class="bibl">M.Ant.3.3</span>; ἐλαίῳ κ. <span class="bibl">Ph.2.158</span>; [[κατακεχριμένα]], = οβλῐτα, <span class="title">Gloss.</span>
|Definition=[ῑ], [[anoint]], [[smear]], [[coat]], Arist.''HA''625b31; τέγη ''IG''11(2).203 ''A''54(Delos, iii B.C.); <b class="b3">τὰ τείχη τῆς σκηνῆς</b> ib.199 ''A''102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ [[LXX]] ''Ex.''2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.''Anach.''9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. ''VH''2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; [[κατακεχριμένα]], = οβλῐτα, ''Glossaria''.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρίω Medium diacritics: καταχρίω Low diacritics: καταχρίω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΙΩ
Transliteration A: katachríō Transliteration B: katachriō Transliteration C: katachrio Beta Code: kataxri/w

English (LSJ)

[ῑ], anoint, smear, coat, Arist.HA625b31; τέγη IG11(2).203 A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Glossaria.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χρίω insmeren, zalven.

German (Pape)

(χρίω), bestreichen; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc. Anach. 9; bes. mit Salbe einreiben, LXX und Medic.; – τροφὴν τοῖς νεοττοῖς παραθεῖσαι καταχρίουσιν Arist. H.A. 9.40.

Russian (Dvoretsky)

καταχρίω: (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

καταχρίω: ι: μέλλ. -ίσω, χρίω τι ἐντελῶς, ἐπαλείφω ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35· τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.· τὸ πρόσωπον πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.·- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)· κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.

Spanish

rociar

Greek Monolingual

καταχρίω (Α)
1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)
2. μέσ. καταχρίομαι
πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρίω «επαλείφω»].

Léxico de magia

rociar con vinagre ἐὰν εἴπῃς ἐπὶ σπάσματος ἢ συντρίμ<μ>ατος τὸ ὄνομα γʹ, καταχρίσας γῆν μετὰ ὄξους, ἀπαλλάξεις si dices el nombre tres veces sobre una torcedura o fractura, habiendo rociado tierra con vinagre, la alejarás P XIII 247