ἄσκυλτος: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=askyltos | |Transliteration C=askyltos | ||
|Beta Code=a)/skultos | |Beta Code=a)/skultos | ||
|Definition= | |Definition=ἄσκυλτον,<br><span class="bld">A</span> [[not pulled about]], Heliod. ap. Orib.50.47.5, Philum. ap.Aët.9.23; [[undisturbed]], S.E.''P.''1.71, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''532.14 (ii A.D.); ἱερὸν ἄ. ''IG''12(9).15 (Carystus). Adv. [[ἀσκύλτως]] = [[without being mangled]] or [[hurt]], Eust.1252.55.<br><span class="bld">II</span> Act., [[without causing laceration]], Herod.Med. ap.Orib.10.7.1: Comp. -ότερον Sor.1.3. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄσκυλτον,
A not pulled about, Heliod. ap. Orib.50.47.5, Philum. ap.Aët.9.23; undisturbed, S.E.P.1.71, POxy.532.14 (ii A.D.); ἱερὸν ἄ. IG12(9).15 (Carystus). Adv. ἀσκύλτως = without being mangled or hurt, Eust.1252.55.
II Act., without causing laceration, Herod.Med. ap.Orib.10.7.1: Comp. -ότερον Sor.1.3.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no sometido a tirones, no desgarrado ὁ κρεμαστὴρ ὅ τε δίδυμος ... ἄσκυλτοι τύχοιεν εἶναι Heliod. en Orib.50.47.5, εἴ ποτε τραῦμα ἐν ποδὶ σχοίη, μετεωρίζει τοῦτον καὶ ὡς οἷόν τε ἄσκυλτον τηρεῖ S.E.P.1.71, χωρὶς τῆς ... ἐκ τῶν ἥλων ἀσφαλείας ἄσκυλτον ἐπιμεῖναι Mart.Pol.13.3
•no estorbado, no expuesto a ninguna molestia del enfermo en cama ἄ. μενέτω Philum. en Aet.9.23, ἄ. οὗτος ὁ τρόπος καὶ ἀφοβώτερος Sor.53.7, τὸ ἄσκυλτον τῆς καθέσεως Sor.138.6
•sin pelar ἄσκυλτον ... τὴν κεφαλήν Const.App.1.3.8
•intacto, indemne οὐρανοδρόμον ... ἅρμα ... ἄσκυλτον Tim.Ant.Sym.M.86.240A, ἱερόν IG 12(9).15, τὸ μνημεῖον INikaia 556.8 (IV/V d.C.).
2 en cláusulas contractuales libre de cualquier perjuicio κἀμὲ ἄσκυλτον ποιήσῃς POxy.532.14 (II d.C.), ἀπαρενόχλητον καὶ ... ἄσκυλτον παρέξειν τὸν Φιλοσαρᾶπιν POxy.2769.23 (III d.C.), cf. PHarris 64.20 (III/IV d.C.), POxy.2859.18 (IV d.C.).
II adv. -ως íntegramente, de forma que no se rompa de cálculos κομιζόμενθι τὸν λίθον ἀσκύλτως Gal.14.785
•sin daño, de manera incólume ἀ. διαμένεις Nil.M.79.577A, cf. 865D
•de forma que no dé tirones del uso del peine τὴν κεφαλὴν ἀ. διαπονῆσαι Herod.Med. en Orib.10.17.1.
German (Pape)
[Seite 372] nicht zerrissen, nicht gequält, Sp.
Greek Monolingual
ἄσκυλτος, -ον (AM)
ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος
1. ο ακλόνητος, ο άφοβος
2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά
3. επίρρ. ἀσκύλτως
χωρίς τραυματισμό
αρχ.
αυτός που δεν τραυματίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκύλλω «ενοχλώ, ταράσσω, ξεσχίζω»].
Russian (Dvoretsky)
ἄσκυλτος: находящийся в покое, не потревоженный (πούς Sext.).