πεντώβολος: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentovolos | |Transliteration C=pentovolos | ||
|Beta Code=pentw/bolos | |Beta Code=pentw/bolos | ||
|Definition= | |Definition=πεντώβολον, ([[ὀβολός]]) of or [[worth five obols]], <b class="b3">π. ἡλιάσασθαι</b> to sit in the Heliaea [[at five obols a day]], Ar. ''Eq.'' 798; <b class="b3">τόκος π.</b> ''IG'' 11(2).146 ''B'' 17 (Delos, iv/iii B. C.); <b class="b3">δραχμᾶν δύο πεντωβόλου</b> ib.42(1).109 ii 123 (Epid.); <b class="b3">κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου</b> a cup [[of five-obol wine]], Lyc. ''Fr.'' 2.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πεντώβολος -ον [[[πέντε]], [[ὀβολός]]] [[vijf obolen waard]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
πεντώβολον, (ὀβολός) of or worth five obols, π. ἡλιάσασθαι to sit in the Heliaea at five obols a day, Ar. Eq. 798; τόκος π. IG 11(2).146 B 17 (Delos, iv/iii B. C.); δραχμᾶν δύο πεντωβόλου ib.42(1).109 ii 123 (Epid.); κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου a cup of five-obol wine, Lyc. Fr. 2.2.
German (Pape)
[Seite 559] von fünf Obolen, τὸ πεντώβολον, ein Fünfobolenstück; πεντώβολον ἡλιάσασθαι, Ar. Equ. 795, für fünf Obolen Richter sein; κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου, vom Fünf-Obolen-Wein, Lycophr. bei Ath. X, 420 c.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεντώβολος -ον [πέντε, ὀβολός] vijf obolen waard.
Russian (Dvoretsky)
πεντώβολος: стоимостью в пять оболов: πεντώβολον ἡλιάσασθαι Arph. за пять оболов (в день) выполнять судейские обязанности.
Greek (Liddell-Scott)
πεντώβολος: -ον, (ὀβολὸς) ὁ ἐκ πέντε ὀβολῶν ἢ τοσαύτην ἔχων ἀξίαν, π. ἡλιάσασθαι, δικάσαι ἐν τῇ Ἡλιαίᾳ πρὸς πέντε ὀβολοὺς τῆς ἡμέρας ἑκάστης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 798, πρβλ. Ἐπιγραφ. ἐν Ραγκαβῇ Ant. Hell. 56, 57· ἀλλὰ κυλίκιον ὑδαρὲς ὁ παῖς περιῆγε τοῦ πεντωβόλου, ποτήριον οἴνου τῶν πέντε ὀβολῶν, Λυκόφρ. Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει αξία πέντε οβολών
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πεντώβολον
αντί ημερήσιας αμοιβής πέντε οβολών
3. φρ. «κυλίκιον τοῦ πεντωβόλου» — κύλικας χωρητικότητας οίνου που αξίζει πέντε οβολούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -ώβολος (< ὀβολός), πρβλ. τρι-ώβολος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].