μειωτικός: Difference between revisions
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meiotikos | |Transliteration C=meiotikos | ||
|Beta Code=meiwtiko/s | |Beta Code=meiwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μειωτική, μειωτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[lowering]] in description, [[diminishing]], ὕψους Longin.42.1; ὑπαρχόντων Vett.Val.10.20; ποταμῶν Heph.Astr.1.20: Medic., [[πλήθους]] (plethora) Gal.1.146; [[waning]], τὸ τῆς σελήνης μ. σχῆμα Vett.Val.41.6.<br><span class="bld">2</span> [[depreciatory]], Phld.''Rh.'' 1.217 S. Adv. [[μειωτικῶς]] S.E.''M.''3.42, D.L.7.53. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0117.png Seite 117]] zum Verkleinern gehörig, verkleinernd, Longin. 42. – Adv., S. Emp. adv. Math. 3, 42. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μειωτικός''': -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, [[ἐλαττωτικός]], ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μειωτικός]], -ή, -όν) [[μειωτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[μείωση]]<br /><b>2.</b> [[ταπεινωτικός]], [[εξευτελιστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποβιβάζει [[κάτι]] [[κατά]] την [[περιγραφή]]<br /><b>2.</b> αυτός που υφίσταται [[ελάττωση]], [[μείωση]], [[παρακμή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μειωτικώς</i> (Α μειωτικῶς)<br />με μειωτικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
μειωτική, μειωτικόν,
A lowering in description, diminishing, ὕψους Longin.42.1; ὑπαρχόντων Vett.Val.10.20; ποταμῶν Heph.Astr.1.20: Medic., πλήθους (plethora) Gal.1.146; waning, τὸ τῆς σελήνης μ. σχῆμα Vett.Val.41.6.
2 depreciatory, Phld.Rh. 1.217 S. Adv. μειωτικῶς S.E.M.3.42, D.L.7.53.
German (Pape)
[Seite 117] zum Verkleinern gehörig, verkleinernd, Longin. 42. – Adv., S. Emp. adv. Math. 3, 42.
Greek (Liddell-Scott)
μειωτικός: -ή, -όν, ὁ ὑποβιβάζων τι κατὰ τὴν περιγραφήν, ἐλαττωτικός, ὕψους Λογγῖν. 42, 1. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 42, Διογ. Λ. 7. 53.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μειωτικός, -ή, -όν) μειωτός
1. αυτός που επιφέρει μείωση
2. ταπεινωτικός, εξευτελιστικός
αρχ.
1. αυτός που υποβιβάζει κάτι κατά την περιγραφή
2. αυτός που υφίσταται ελάττωση, μείωση, παρακμή.
επίρρ...
μειωτικώς (Α μειωτικῶς)
με μειωτικό τρόπο.