κονδυλίζω: Difference between revisions
ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kondylizo | |Transliteration C=kondylizo | ||
|Beta Code=konduli/zw | |Beta Code=konduli/zw | ||
|Definition=(κόνδυλος) | |Definition=([[κόνδυλος]]) [[strike with the fist]], Hyp.''Fr.''98 (Act. and Pass.), Aristid.2.95 J.: metaph., [[maltreat]], [[oppress]], ὀρφανούς [[LXX]] ''Ma.''3.5; <b class="b3">εἰς κεφαλὰς πτωχῶν</b> ib.''Am.''2.7; also αὑτὴν εἰς ἀνάμνησιν κ. Lib.''Decl.''26.20:—Pass., <b class="b3">ὑπὸ συνηθείας ἀεὶ κεκονδυλισμένος</b> inured to [[buffetings]], Longin.44.4, cf. D.L.2.21. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[donner un coup de poing sur le visage]].<br />'''Étymologie:''' [[κόνδυλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κονδῠλίζω:''' [[бить кулаками]] (κονδυλίζεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι Diog. L.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κονδῠλίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κόνδυλος]]) κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς (διὰ τοῦ γρόνθου) Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 76. ― Παθ., ὑπὸ συνηθείας Λογγῖν. 44· βιαιότερον... διαλεγόμενον κονδυλίζεσθαι Διογ. Λ. 2. 21. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κονδυλίζω]] (ΑM) [[κόνδυλος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σκοντάφτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ραπίζω]], [[χτυπώ]] κάποιον με τη [[γροθιά]] μου<br /><b>2.</b> φέρομαι βάναυσα, [[κακοποιώ]] κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
(κόνδυλος) strike with the fist, Hyp.Fr.98 (Act. and Pass.), Aristid.2.95 J.: metaph., maltreat, oppress, ὀρφανούς LXX Ma.3.5; εἰς κεφαλὰς πτωχῶν ib.Am.2.7; also αὑτὴν εἰς ἀνάμνησιν κ. Lib.Decl.26.20:—Pass., ὑπὸ συνηθείας ἀεὶ κεκονδυλισμένος inured to buffetings, Longin.44.4, cf. D.L.2.21.
German (Pape)
[Seite 1480] mit der Faust schlagen, bes. ohrfeigen, τινά, VLL.; Sp.; auch pass., Aristoz. bei D. L. 2, 21.
French (Bailly abrégé)
donner un coup de poing sur le visage.
Étymologie: κόνδυλος.
Russian (Dvoretsky)
κονδῠλίζω: бить кулаками (κονδυλίζεσθαι καὶ παρατίλλεσθαι Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
κονδῠλίζω: μέλλ. -ίσω, (κόνδυλος) κτυπῶ διὰ τῆς πυγμῆς (διὰ τοῦ γρόνθου) Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 76. ― Παθ., ὑπὸ συνηθείας Λογγῖν. 44· βιαιότερον... διαλεγόμενον κονδυλίζεσθαι Διογ. Λ. 2. 21.
Greek Monolingual
κονδυλίζω (ΑM) κόνδυλος
μσν.
σκοντάφτω
αρχ.
1. ραπίζω, χτυπώ κάποιον με τη γροθιά μου
2. φέρομαι βάναυσα, κακοποιώ κάποιον («καὶ προσάξω πρὸς ὑμᾱς ἐν κρίσει... τοὺς κονδυλίζοντας ὀρφανούς», ΠΔ).