ψωρικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psorikos
|Transliteration C=psorikos
|Beta Code=ywriko/s
|Beta Code=ywriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or belonging to the [[itch]], [[scab]], or [[mange]], ἐξανθήματα Plu.2.671a. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[ψωρικόν]], [[τό]] (sc. [[φάρμακον]], [[σμῆγμα]]), [[itch-salve]], Dsc.5.99, <span class="bibl">Orib.14.24.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[ψωρικά]], [[τά]] (sc. [[νοσήματα]]), [[cutaneous complaints]], Plu.2.732a.</span>
|Definition=ψωρική, ψωρικόν,<br><span class="bld">A</span> of or belonging to the [[itch]], [[scab]], or [[mange]], ἐξανθήματα Plu.2.671a.<br><span class="bld">II</span> [[ψωρικόν]], τό (''[[sc.]]'' [[φάρμακον]], [[σμῆγμα]]), [[itch-salve]], Dsc.5.99, Orib.14.24.5.<br><span class="bld">2</span> [[ψωρικά]], τά (''[[sc.]]'' [[νοσήματα]]), [[cutaneous complaints]], Plu.2.732a.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωρικός Medium diacritics: ψωρικός Low diacritics: ψωρικός Capitals: ΨΩΡΙΚΟΣ
Transliteration A: psōrikós Transliteration B: psōrikos Transliteration C: psorikos Beta Code: ywriko/s

English (LSJ)

ψωρική, ψωρικόν,
A of or belonging to the itch, scab, or mange, ἐξανθήματα Plu.2.671a.
II ψωρικόν, τό (sc. φάρμακον, σμῆγμα), itch-salve, Dsc.5.99, Orib.14.24.5.
2 ψωρικά, τά (sc. νοσήματα), cutaneous complaints, Plu.2.732a.

German (Pape)

[Seite 1406] von der Krätze, Räude, zu derselben gehörig, Plut.; φάρμακον, Mittel gegen die Krätze, auch τὸ ψωρικόν allein, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la gale ou les éruptions galeuses ; τὰ ψωρικά PLUT les affections cutanées.
Étymologie: ψώρα.

Russian (Dvoretsky)

ψωρικός: мед. накожный (ἐξανθήματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ψωρικός: -ή, -όν, (ψώρα) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψώραν, ψ. ἐξάνθημα Πλούτ. 2. 671Α. ΙΙ. τὰ ψωρικά· 1) ψωρικὸν (ἐξυπακουομ. τοῦ φάρμακονσμῆγμα) φάρμακον διὰ τὴν ψώραν, ὅπερ συσκευάζεται ἐκ χαλκίτιδος καὶ καδμείας μετὰ ὄξους, Διοσκ. 5. 116, Ὀρειβάσ. 2. σ. 520 Darenb. 2) (ἐξυπακουομέν. τοῦ νοσήματα) δηλ. νοσήματα τοῦ δέρματος Πλούτ. 2. 732Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψωρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψώρα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψώρα
αρχ.
1. (το ουδ.ως ουσ.) τὸ ψωρικόν
αντιψωρικό φάρμακο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά ψωρικά
δερματικές ασθένειες.