εὐρυόδεια: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evryodeia
|Transliteration C=evryodeia
|Beta Code=eu)ruo/deia
|Beta Code=eu)ruo/deia
|Definition=ἡ, (ὁδός) fem. Adj. used only in gen., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with broad ways</b>, in Hom. always of the earth (as <b class="b3">εὐρύπορος</b> of the sea), χθονὸς εὐρυοδείης <span class="bibl">Il.16.635</span>, <span class="bibl">Od.3.453</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> epith. of Demeter at Scarpheia, Hsch. (Derived fr. <b class="b3">ἕδος</b> by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>396.24</span>; cf. [[εὐρυεδής]].)</span>
|Definition=ἡ, ([[ὁδός]]) fem. Adj. used only in gen.,<br><span class="bld">A</span> [[with broad ways]], in Hom. always of the [[earth]] (as [[εὐρύπορος]] of the sea), χθονὸς εὐρυοδείης Il.16.635, Od.3.453, etc.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of Demeter at Scarpheia, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Derived fr. [[ἕδος]] by ''EM''396.24; cf. [[εὐρυεδής]].)
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ὁδός]]): [[wide]]-wayed, i. e. ‘[[wide]]-wandered,’ epith. of the [[earth]] as [[field]] of [[human]] [[travel]], [[always]] χθονὸς εὐρυοδείης.
|auten=([[ὁδός]]): [[wide]]-wayed, i. e. ‘[[wide]]-wandered,’ [[epithet]] of the [[earth]] as [[field]] of [[human]] [[travel]], [[always]] χθονὸς εὐρυοδείης.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐρυ-όδεια, ης, ἡ, [[ὁδός]]<br />fem. adj. with [[broad]], [[open]] ways, only used in gen. fem., χθονὸς εὐρυοδείης Hom.
|mdlsjtxt=εὐρυ-όδεια, ης, ἡ, [[ὁδός]]<br />fem. adj. with [[broad]], [[open]] ways, only used in gen. fem., χθονὸς εὐρυοδείης Hom.
}}
{{FriskDe
|ftr='''εὐρυόδεια''': {heuruódeia}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[mit breiten Wegen]], nur in ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης (Hom., immer am Versende);<br />'''Etymology''': für *[[εὐρύοδος]], metri causa nach den Fem. auf -εια erweitert. — Schulze Q. 487f., dem Bechtel Lex. s. v. zustimmt, will dafür εὐρυεδείης [[mit weiten Wohnsitzen]] ([[ἕδος]]) lesen mit Berufung auf Simon. 5, 17 εὐρυεδοῦς ... χθονός.<br />'''Page''' 1,592
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρυόδειᾰ Medium diacritics: εὐρυόδεια Low diacritics: ευρυόδεια Capitals: ΕΥΡΥΟΔΕΙΑ
Transliteration A: euryódeia Transliteration B: euryodeia Transliteration C: evryodeia Beta Code: eu)ruo/deia

English (LSJ)

ἡ, (ὁδός) fem. Adj. used only in gen.,
A with broad ways, in Hom. always of the earth (as εὐρύπορος of the sea), χθονὸς εὐρυοδείης Il.16.635, Od.3.453, etc.
II epithet of Demeter at Scarpheia, Hsch. (Derived fr. ἕδος by EM396.24; cf. εὐρυεδής.)

Greek (Liddell-Scott)

εὐρυόδειᾰ: ἡ (ὁδὸς) θηλ. ἐπίθ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ γεν., ἔχουσα εὐρείας ὁδούς, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς γῆς (ὡς τὸ εὐρύπορος ἐπὶ τῆς θαλάσσης), χθονὸς εὐρυοδείης, ἧς αἱ ὁδοὶ εἶναι εἰς ἅπαντας ἀνοικταί, Ἰλ. Π 635, Ὀδ. Γ. 453, κτλ. Πρβλ. εὐρυάγυια, καὶ Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

(ὁδός): wide-wayed, i. e. ‘wide-wandered,’ epithet of the earth as field of human travel, always χθονὸς εὐρυοδείης.

Greek Monolingual

εὐρυόδεια, ἡ (Α)
1. αυτή που έχει ευρείς, πλατιούς δρόμους («χθονὸς εὐρυοδείης», Όμ. Ιλ.)
2. επίθ. της Δήμητρας στη Σκάρφεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά αποκλειστικά στην ομηρική φρ. από χθονός ευρυοδείης, πάντοτε σε τέλος στίχου, προήλθε δε πιθ. από το ευρύ-οδος, που μαρτυρείται αργότερα και που μετασχηματίστηκε, για μετρικούς λόγους, κατά τα θηλ. σε -εια. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, η λ. πρέπει να διορθωθεί σε ευρυεδείης «αυτός που έχει ευρύ έδος, κάθισμα», λαμβανομένου υπ' όψιν του χωρίου του Σιμωνίδη ευρυεδούς... από χθονός].

Greek Monotonic

εὐρυόδειᾰ: ἡ, (ὁδός), θηλ. επίθ., αυτή που έχει πλατείς, φαρδείς, ανοιχτούς δρόμους, χρησιμ. μόνο σε γεν. θηλ., χθονὸς εὐρυοδείης, σε Όμηρ.

Middle Liddell

εὐρυ-όδεια, ης, ἡ, ὁδός
fem. adj. with broad, open ways, only used in gen. fem., χθονὸς εὐρυοδείης Hom.

Frisk Etymology German

εὐρυόδεια: {heuruódeia}
Grammar: f.
Meaning: mit breiten Wegen, nur in ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης (Hom., immer am Versende);
Etymology: für *εὐρύοδος, metri causa nach den Fem. auf -εια erweitert. — Schulze Q. 487f., dem Bechtel Lex. s. v. zustimmt, will dafür εὐρυεδείης mit weiten Wohnsitzen (ἕδος) lesen mit Berufung auf Simon. 5, 17 εὐρυεδοῦς ... χθονός.
Page 1,592