συνοψίζω: Difference between revisions
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synopsizo | |Transliteration C=synopsizo | ||
|Beta Code=sunoyi/zw | |Beta Code=sunoyi/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[bring into a general view]], [[sum up]], Herm.''in Phdr.'' p.156A., Simp.''in Ph.''918.13.<br><span class="bld">2</span> [[estimate]], PFay.26.13 (ii A.D.):—Pass., to [[be estimated]], πρὸς τὰ ἐγνωσμένα ''PTeb.''82.2 (ii B.C.), cf. ''Stud.Pal.''4p.70 (i A.D.); [τὸ χῶμα] συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων ύ ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1469.7 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοψίζω''': [[φέρω]] ἐνώπιόν τινος, παρουσιάζω, Μετὰ Θεοφάν. 694, 12., 692, 20. ― Μέσ. συνοψίζομαι, εἰς ὄψιν [[ἔρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]], Θεοφ. 509, Στουδ. 1069C· ― συνοψίσαι ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀγαγεῖν, Δίδυμ. Ἀλ. 781C· ἐκθέτω συνοπτικῶς, περιληπτικῶς, συγκεφαλαιῶ, [[ὅταν]] τὰ κεφάλαια... τῆς ὑποθέσεως συνοψίσας θεωρήσῃ Ρήτορες (Walz) τ. 6, σελ. 29· ― [[ἐντεῦθεν]] συνόψισις καὶ συνοψισμός, Θεόδ. Στουδ. 482C, 339C. | |lstext='''συνοψίζω''': [[φέρω]] ἐνώπιόν τινος, παρουσιάζω, Μετὰ Θεοφάν. 694, 12., 692, 20. ― Μέσ. συνοψίζομαι, εἰς ὄψιν [[ἔρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]], Θεοφ. 509, Στουδ. 1069C· ― συνοψίσαι ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀγαγεῖν, Δίδυμ. Ἀλ. 781C· ἐκθέτω συνοπτικῶς, περιληπτικῶς, συγκεφαλαιῶ, [[ὅταν]] τὰ κεφάλαια... τῆς ὑποθέσεως συνοψίσας θεωρήσῃ Ρήτορες (Walz) τ. 6, σελ. 29· ― [[ἐντεῦθεν]] συνόψισις καὶ συνοψισμός, Θεόδ. Στουδ. 482C, 339C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[σύνοψις]]<br />[[εκθέτω]] συνοπτικά, [[συγκεφαλαιώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνοψίζομαι</i><br />α) [[συναντώ]] κάποιον<br />β) [[παρουσιάζομαι]] σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον σε κάποιον άλλον<br /><b>2.</b> [[εκτιμώ]] («τὸ [[χῶμα]] ὑπὸ τοῦ... γεωμέτρου συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων υ'», πάπ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
A bring into a general view, sum up, Herm.in Phdr. p.156A., Simp.in Ph.918.13.
2 estimate, PFay.26.13 (ii A.D.):—Pass., to be estimated, πρὸς τὰ ἐγνωσμένα PTeb.82.2 (ii B.C.), cf. Stud.Pal.4p.70 (i A.D.); [τὸ χῶμα] συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων ύ POxy.1469.7 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοψίζω: φέρω ἐνώπιόν τινος, παρουσιάζω, Μετὰ Θεοφάν. 694, 12., 692, 20. ― Μέσ. συνοψίζομαι, εἰς ὄψιν ἔρχομαι, παρουσιάζομαι, Θεοφ. 509, Στουδ. 1069C· ― συνοψίσαι ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀγαγεῖν, Δίδυμ. Ἀλ. 781C· ἐκθέτω συνοπτικῶς, περιληπτικῶς, συγκεφαλαιῶ, ὅταν τὰ κεφάλαια... τῆς ὑποθέσεως συνοψίσας θεωρήσῃ Ρήτορες (Walz) τ. 6, σελ. 29· ― ἐντεῦθεν συνόψισις καὶ συνοψισμός, Θεόδ. Στουδ. 482C, 339C.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σύνοψις
εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω
μσν.
μέσ. συνοψίζομαι
α) συναντώ κάποιον
β) παρουσιάζομαι σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.)
αρχ.
1. παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον
2. εκτιμώ («τὸ χῶμα ὑπὸ τοῦ... γεωμέτρου συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων υ'», πάπ.).