ἀνευρύνω: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anevryno | |Transliteration C=anevryno | ||
|Beta Code=a)neuru/nw | |Beta Code=a)neuru/nw | ||
|Definition=[ῡ], [[dilate]], | |Definition=[ῡ], [[dilate]], Hp.''Superf.''29, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''5.16.2; ἡ ῥὶς τοὺς μυκτῆρας ἀνευρύνετο Philostr.''Her.''19.9; -υσμένον στόμα ἀγγείου Aët.8.69; especially of arterial aneurism, Antyll. ap. Orib.45.24.1; ἀ. πάλιν ὁ Ὠκεανός [[broadens out]], Arist.''Mu.''393b6: metaph., νοῦς ἀ. τὰς δυνάμεις Ph.1.249, cf. Dam.''Pr.''74 (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ], dilate, Hp.Superf.29, Placit.5.16.2; ἡ ῥὶς τοὺς μυκτῆρας ἀνευρύνετο Philostr.Her.19.9; -υσμένον στόμα ἀγγείου Aët.8.69; especially of arterial aneurism, Antyll. ap. Orib.45.24.1; ἀ. πάλιν ὁ Ὠκεανός broadens out, Arist.Mu.393b6: metaph., νοῦς ἀ. τὰς δυνάμεις Ph.1.249, cf. Dam.Pr.74 (Pass.).
Spanish (DGE)
I tr. gener. en v. act.
1 ensanchar, dilatar τὸ στόμα τῆς μήτρης Hp.Superf.29, cf. Placit.5.16.2, σπήλαια I.BI 4.512, κόλπον ... χιτῶνος Nonn.D.3.401, en v. pas. τὸ ἀνευρυσμένον στόμα τοῦ ἀγγείου Aët.8.69, τῆς ... ἀρτηρίας ἀνευρυνθείσης Antyll. en Orib.45.24.1
•fig. τοῦ νοῦ ... τὰς δυνάμεις καθάπερ ὀχετοὺς ἀνευρύνοντος Ph.1.249, cf. en v. med., Dam.Pr.74.
2 explicar ἀνευρύνων ... ἡμῖν τὴν θείαν ἐντολήν Cyr.Al.M.68.540C, cf. 604D, Hsch.
II intr. en v. med. ensancharse (ὁ Ὠκεανός) πάλιν ἀνευρύνεται Arist.Mu.393b6
•abrirse del cáliz de una flor ἀνευρύνεται πάλιν ἠρέμα κατὰ χεῖλος I.AI 3.175, de la nariz, c. ac. de rel. ἡ δὲ ῥὶς ... τοὺς μυκτῆρας ἀνευρύνετο Philostr.Her.19.9.
German (Pape)
[Seite 227] erweitern, Arist. mund. 3; öffnen, ὁδοὶ ἀνεύρυνται Luc. Nigr. 16; Plut.
French (Bailly abrégé)
élargir, dilater.
Étymologie: ἀνά, εὐρύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνευρύνω: шире раскрывать, делать шире (τὸ στόμα Plut.); pass. расширяться (ἀνευρύνεται πάλιν ὁ Ὠκεανός Arst.; πᾶσαι ἀνευρύνονται ὁδοί Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευρύνω: μέλλ. -ῠνῶ, εὐρύνω, ἀνοίγω, διαστέλλω, Ἱππ. 264. 14, Πλούτ. 2. 907Ε, κτλ.: ― Παθ., ἀν. πάλιν ὁ Ὠκεανὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 11.
Greek Monolingual
ἀνευρύνω (Α)
διαστέλλω, πλαταίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ευρύνω.
ΠΑΡ. ανεύρυνση (-ις), ανεύρυσμα, ανευρυσμός].