σκορπίουρος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skorpiouros
|Transliteration C=skorpiouros
|Beta Code=skorpi/ouros
|Beta Code=skorpi/ouros
|Definition=ον, (οὐρά) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[scorpion-tailed]]: neut. as the name of a plant,= [[σκορπιοειδές]], Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>146</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> = [[ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα]], Dsc.4.190. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> = [[σκορπιοκτόνον]], Ps.-Dsc.4.190. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> = [[ὠκιμοειδές]], Ps.-Dsc.4.28.</span>
|Definition=σκορπίουρον, ([[οὐρά]])<br><span class="bld">A</span> [[scorpion-tailed]]: neut. as the name of a plant, = [[σκορπιοειδές]], Sch.Nic.''Al.''146.<br><span class="bld">2</span> = [[ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα]], Dsc.4.190.<br><span class="bld">3</span> = [[σκορπιοκτόνον]], Ps.-Dsc.4.190.<br><span class="bld">4</span> = [[ὠκιμοειδές]], Ps.-Dsc.4.28.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπίουρος Medium diacritics: σκορπίουρος Low diacritics: σκορπίουρος Capitals: ΣΚΟΡΠΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: skorpíouros Transliteration B: skorpiouros Transliteration C: skorpiouros Beta Code: skorpi/ouros

English (LSJ)

σκορπίουρον, (οὐρά)
A scorpion-tailed: neut. as the name of a plant, = σκορπιοειδές, Sch.Nic.Al.146.
2 = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Dsc.4.190.
3 = σκορπιοκτόνον, Ps.-Dsc.4.190.
4 = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.

German (Pape)

[Seite 905] skorpionschwänzig, bes. eine Pflanze, Skorpionschwanz, Diosc. Vgl. σκορπιοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπίουρος: -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων οὐρὰν σκορπίου· μάλιστα ὡς ὄνομα φυτοῦ, Scorpiurus sulcatus (Sprengel), Διοσκ. 4. 28.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή της τάξης φαβώδη, με έξι είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τέσσερα, κν. γνωστά ως μαριγώχορτα
αρχ.
1. το φυτό σκορπιοειδές
2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα
3. το φυτό ωκιμοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος «ακανθώδες φυτό» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. σκίουρος].