ἐπιστρεπτικός: Difference between revisions
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistreptikos | |Transliteration C=epistreptikos | ||
|Beta Code=e)pistreptiko/s | |Beta Code=e)pistreptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιστρεπτική, ἐπιστρεπτικόν, [[reflexive]], [[capable of returning]] to its source, δύναμις Procl.''in Prm.'' p.607S.; ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.''Inst.''15; <b class="b3">κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ.</b> Herm. in ''Phdr.''p.65A.: Comp., Dam.''Pr.''77. Adv. [[ἐπιστρεπτικῶς]] ib.221:—also as ''Glossaria'' on [[ἐπιστροφάδην]], Eust.1956.49. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιστρεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επιστρέφω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να επιστρέψει, να αλλάξει [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιστρεπτικόν</i><br />[[αλλαγή]] κατεύθυνσης, [[επιστροφή]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει [[κάποιος]] («[[ἔνθα]] μὲν [[φίλος]] ἐλέγχει, | |mltxt=[[ἐπιστρεπτικός]], -ή, -όν (AM) [[επιστρέφω]]<br />αυτός που έχει τη [[δύναμη]] να επιστρέψει, να αλλάξει [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιστρεπτικόν</i><br />[[αλλαγή]] κατεύθυνσης, [[επιστροφή]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει [[κάποιος]] («[[ἔνθα]] μὲν [[φίλος]] ἐλέγχει, ἐκεῖ [[πάντως]] καὶ ἡδὺς ὁ [[ἔλεγχος]] καί... [[ἐπιστρεπτικός]]», <b>Ευστ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιστρεπτική, ἐπιστρεπτικόν, reflexive, capable of returning to its source, δύναμις Procl.in Prm. p.607S.; ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.Inst.15; κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ. Herm. in Phdr.p.65A.: Comp., Dam.Pr.77. Adv. ἐπιστρεπτικῶς ib.221:—also as Glossaria on ἐπιστροφάδην, Eust.1956.49.
German (Pape)
[Seite 985] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κάμῃ τινὰ νὰ συνέλθῃ, Εὐστ. Πονημ. 121. 79. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐπιστροφάδην, αὐτόθι, 74. 4. 2) ἐπ. πρὸς ἑαυτό, ἱκανὸν νὰ στρέψῃ πρὸς ἑαυτό, Πρόκλ. Στοιχείωσις Θεόλ. 15.
Greek Monolingual
ἐπιστρεπτικός, -ή, -όν (AM) επιστρέφω
αυτός που έχει τη δύναμη να επιστρέψει, να αλλάξει κατεύθυνση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστρεπτικόν
αλλαγή κατεύθυνσης, επιστροφή
μσν.
αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιος («ἔνθα μὲν φίλος ἐλέγχει, ἐκεῖ πάντως καὶ ἡδὺς ὁ ἔλεγχος καί... ἐπιστρεπτικός», Ευστ.).