συγκομιστός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkomistos
|Transliteration C=sygkomistos
|Beta Code=sugkomisto/s
|Beta Code=sugkomisto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">brought together</b>, <b class="b3">ἄρτος σ</b>. bread <b class="b2">of unbolted meal</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>14</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Acut.</span>37</span>, Diocl. ap. Hsch., Tryphoand Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.3.109c</span>, <span class="bibl">115d</span>, Dsc.2.85; <b class="b3">σ. διαιτήματα</b> <b class="b2">rough, coarse</b> food, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>3.68</span>, cf. <span class="bibl">2.56</span>.</span>
|Definition=συγκομιστή, συγκομιστόν, [[brought together]], <b class="b3">ἄρτος σ.</b> bread [[of unbolted meal]], Hp.''VM''14, cf. ''Acut.''37, Diocl. ap. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Tryphoand Diph.Siph. ap. Ath.3.109c, 115d, Dsc.2.85; <b class="b3">σ. διαιτήματα</b> [[rough]], [[coarse]] food, Hp.''Vict.''3.68, cf. 2.56.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] zusammengetragen, -gebracht, [[δεῖπνον]], ein Picknick, Ath., auch [[ἄρτος]], id. III, 109 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] zusammengetragen, -gebracht, [[δεῖπνον]], ein Picknick, Ath., auch [[ἄρτος]], id. III, 109 c.
}}
{{ls
|lstext='''συγκομιστός''': -ή, -όν, ὁ συγκομισθείς, συναχθείς, Λατ. collatitius, συγκομιστὰ δεῖπνα, δηλ. δεῖπνα ἐκ συμβολῆς, [[ἤτοι]] δι’ ἐράνου ἐπιτελούμενα, [[δεῖπνον]] ἐξ ἐράνου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθ. ΙΙ. ἄρτος συγκομιστὸς = [[αὐτόπυρος]]. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Τρύφ. παρ’ Ἀθην. 109F, πρβλ. 115D· σ. διαιτήματα, τροφὴ [[ἀνάμικτος]], ἴδε Foës. Oec. Hipp. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 489.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκομίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — [[τροφή]] ανάμικτη<br />β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν [[μετά]] από έρανο<br />γ) «[[ἄρτος]] [[συγκομιστός]]» — [[άρτος]] [[αυτόπυρος]], [[ψωμί]] παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συγκομιστός -ή -όν [συγκομίζω] bijeengebracht, gemengd (zonder voldoende geschift en gezift te zijn); van voedsel grof; van brood gemaakt van ongezift meel.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκομιστός Medium diacritics: συγκομιστός Low diacritics: συγκομιστός Capitals: ΣΥΓΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: synkomistós Transliteration B: synkomistos Transliteration C: sygkomistos Beta Code: sugkomisto/s

English (LSJ)

συγκομιστή, συγκομιστόν, brought together, ἄρτος σ. bread of unbolted meal, Hp.VM14, cf. Acut.37, Diocl. ap. Hsch., Tryphoand Diph.Siph. ap. Ath.3.109c, 115d, Dsc.2.85; σ. διαιτήματα rough, coarse food, Hp.Vict.3.68, cf. 2.56.

German (Pape)

[Seite 969] zusammengetragen, -gebracht, δεῖπνον, ein Picknick, Ath., auch ἄρτος, id. III, 109 c.

Greek (Liddell-Scott)

συγκομιστός: -ή, -όν, ὁ συγκομισθείς, συναχθείς, Λατ. collatitius, συγκομιστὰ δεῖπνα, δηλ. δεῖπνα ἐκ συμβολῆς, ἤτοι δι’ ἐράνου ἐπιτελούμενα, δεῖπνον ἐξ ἐράνου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθ. ΙΙ. ἄρτος συγκομιστὸς = αὐτόπυρος. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Τρύφ. παρ’ Ἀθην. 109F, πρβλ. 115D· σ. διαιτήματα, τροφὴ ἀνάμικτος, ἴδε Foës. Oec. Hipp. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 489.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκομίζω
1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο
2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — τροφή ανάμικτη
β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο
γ) «ἄρτος συγκομιστός» — άρτος αυτόπυρος, ψωμί παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκομιστός -ή -όν [συγκομίζω] bijeengebracht, gemengd (zonder voldoende geschift en gezift te zijn); van voedsel grof; van brood gemaakt van ongezift meel.