εὐσύλληπτος: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efsylliptos
|Transliteration C=efsylliptos
|Beta Code=eu)su/llhptos
|Beta Code=eu)su/llhptos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[easily taken]] or [[caught]], <span class="bibl">Horap.1.54</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[receptive]], τοῦ σπέρματος <span class="title">Gp.</span>17.1 (Comp.): abs., [[conceiving easily]], Gal.19.153, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.60</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>72</span>; <b class="b3">τὸ εὐ</b>., of the earth, <span class="bibl">Corn. <span class="title">ND</span>28</span>.</span>
|Definition=εὐσύλληπτον,<br><span class="bld">A</span> [[easily taken]] or [[caught]], Horap.1.54 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[receptive]], τοῦ σπέρματος ''Gp.''17.1 (Comp.): abs., [[conceiving easily]], Gal.19.153, S.E.''M.''5.60, Ptol.''Tetr.''72; <b class="b3">τὸ εὐ</b>., of the earth, Corn. ''ND''28.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύλληπτος Medium diacritics: εὐσύλληπτος Low diacritics: ευσύλληπτος Capitals: ΕΥΣΥΛΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: eusýllēptos Transliteration B: eusyllēptos Transliteration C: efsylliptos Beta Code: eu)su/llhptos

English (LSJ)

εὐσύλληπτον,
A easily taken or caught, Horap.1.54 (Comp.).
II Act., receptive, τοῦ σπέρματος Gp.17.1 (Comp.): abs., conceiving easily, Gal.19.153, S.E.M.5.60, Ptol.Tetr.72; τὸ εὐ., of the earth, Corn. ND28.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύλληπτος: -ον, εὐκόλως συλλαμβανόμενος, εὐσυλληπτότερος τοῖς κυνηγοῖς Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 54, σ. 53, ἔκδ. Leem. ΙΙ. ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥαδίως συλλαμβάνουσα, Κορνοῦτ. 168, Πτολ. Τετράβ. 72, Γαλην. ΙΙ. 106D, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀρικύμων· εὐσυλληπτότεραι τοῦ σπέρματος Γεωπ. 7. 1.

Greek Monolingual

εὐσύλληπτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός
2. (για την αναπαραγωγή) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το σπέρμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύλληπτον
η ευκολία στη σύλληψη, η εύκολη γονιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -συλ-ληπτος (< συλ-λαμβάνω), πρβλ. αρτι-σύλ-ληπτος, α-σύλ-ληπτος].

German (Pape)

leicht zu fassen, zu begreifen, Schol. Il. 12.446; – leicht empfangend, τοῦ σπέρματος Geop.