παστοφόριον: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pastoforion | |Transliteration C=pastoforion | ||
|Beta Code=pastofo/rion | |Beta Code=pastofo/rion | ||
|Definition=( | |Definition=([[παστοφορεῖον]] Phot.. Cyr.), τό, [[chamber assigned to]] [[παστοφόροι]], ''PPetr.''2p.1 (iii B.C.), ''UPZ''119.25, al. (ii B.C.), ''SIG''977a(Delos, ii B.C.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; used of the [[priest's chamber]] in the temple at Jerusalem, [[LXX]] ''Je.''42(35).4, J.''BJ''4.9.12 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
(παστοφορεῖον Phot.. Cyr.), τό, chamber assigned to παστοφόροι, PPetr.2p.1 (iii B.C.), UPZ119.25, al. (ii B.C.), SIG977a(Delos, ii B.C.), Hsch.; used of the priest's chamber in the temple at Jerusalem, LXX Je.42(35).4, J.BJ4.9.12 (pl.).
German (Pape)
[Seite 532] τό, was vom παστοφόρος getragen wird, VLL. – Eine Zelle im Tempel, bes. in Jerusalem, LXX u. Ios.
Greek (Liddell-Scott)
παστοφόριον: τό, = ταμεῖον, σκευοφυλάκιον, Ἑβδ. (Α΄ Παραλειπ. Θ΄, 26, Α΄ Ἔσδρ. Η΄, 58, Ἡσ. ΚΒ’, 15, κλ.).
Greek Monolingual
και παστοφορεῖον, τὸ, ΜΑ παστοφόρος
1. συν. στον πληθ. τὰ παστοφόρια ή παστοφορεῖα
πλάγια διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία κατά κανόνα πλαισίωναν την αψίδα του Ιερού Βήματος και τα οποία χρησίμευαν για τη φύλαξη τών ιερών σκευών του ναού, τών αμφίων, τών προσφορών, της Θείας Κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και ετοιμοθάνατους κ.λπ., αλλ. παραβήματα
2. (στην αρχ. Αίγυπτο) οίκημα στο οποίο διέμεναν οι παστοφόροι
3. θάλαμος ιερέα στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ.