λεπίδιον: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lepidion | |Transliteration C=lepidion | ||
|Beta Code=lepi/dion | |Beta Code=lepi/dion | ||
|Definition=τό, (λεπίς) < | |Definition=τό, ([[λεπίς]])<br><span class="bld">A</span> [[small plate]], [[capsule]], used to close a tube, Hero ''Spir.''1.3.<br><span class="bld">II</span> a Syrian plant, [[pepperwort]], [[Lepidium latifolium]], used in cases of scurvy, Dsc.2.174, Gal.12.58, 13.350:—in Ath.3.119b, 9.385a. λέπιδι or λέπιδ-διν, τό. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπίδιον''': τό, (λεπὶς) μικρὰ [[λεπίς]], Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθηματ. 255, (κ. ἀλλ. [[λεπίς]]). ΙΙ. [[φυτόν]] τι τῆς Συρίας, τὸ ἄλλως καλούμενον [[γιγγίδιον]], χρησιμεῦον ὡς ἰσχιαδικὸν [[ἐπίπλασμα]], Διοσκ. 2. 205, Γαλην.: ― παρ’ Ἀθην. 119Β, 385Α, λέπιδι ἢ -διν, τό. | |lstext='''λεπίδιον''': τό, (λεπὶς) μικρὰ [[λεπίς]], Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθηματ. 255, (κ. ἀλλ. [[λεπίς]]). ΙΙ. [[φυτόν]] τι τῆς Συρίας, τὸ ἄλλως καλούμενον [[γιγγίδιον]], χρησιμεῦον ὡς ἰσχιαδικὸν [[ἐπίπλασμα]], Διοσκ. 2. 205, Γαλην.: ― παρ’ Ἀθην. 119Β, 385Α, λέπιδι ἢ -διν, τό. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petite plante médicinale dont les feuilles laiteuses donnent l'[[ὀξύγαλα]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπίς]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, (λεπίς)
A small plate, capsule, used to close a tube, Hero Spir.1.3.
II a Syrian plant, pepperwort, Lepidium latifolium, used in cases of scurvy, Dsc.2.174, Gal.12.58, 13.350:—in Ath.3.119b, 9.385a. λέπιδι or λέπιδ-διν, τό.
German (Pape)
[Seite 29] τό, dim. von λεπίς, kleine Schuppe, Sp.; – eine syrische Gemüse- u. Arzneipflanze, Ath. III, 119 b u. IX, 385 a, wo λέπιδιν steht; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λεπίδιον: τό, (λεπὶς) μικρὰ λεπίς, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθηματ. 255, (κ. ἀλλ. λεπίς). ΙΙ. φυτόν τι τῆς Συρίας, τὸ ἄλλως καλούμενον γιγγίδιον, χρησιμεῦον ὡς ἰσχιαδικὸν ἐπίπλασμα, Διοσκ. 2. 205, Γαλην.: ― παρ’ Ἀθην. 119Β, 385Α, λέπιδι ἢ -διν, τό.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite plante médicinale dont les feuilles laiteuses donnent l'ὀξύγαλα.
Étymologie: λεπίς.