αἴθυγμα: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "   " to "")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aithygma
|Transliteration C=aithygma
|Beta Code=ai)/qugma
|Beta Code=ai)/qugma
|Definition=ατος, τό, (αἰθύσσω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gleam]], [[glamour]], ὅπλων <span class="bibl">Onos.28</span> (pl.); πυρός <span class="bibl">D.Chr.80.5</span>, cf. Plu.2.966b: metaph., [[spark]], <b class="b3">αἴ. εὐνοίας, δόξης</b>, <span class="bibl">Plb.4.35.7</span> (pl.), <span class="bibl">20.5.4</span>; μήτ' ἴχνος μήτ' αἴ. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>29</span>; <b class="b3">μηδενὸς εἰς τοὐναντίον μηδ' ἕως αἰθύγματος ἀνθέλκοντος</b> ib. <span class="bibl">18</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[αἰθύσσω]]) [[gleam]], [[glamour]], ὅπλων Onos.28 (pl.); πυρός D.Chr.80.5, cf. Plu.2.966b: metaph., [[spark]], <b class="b3">αἴ. εὐνοίας, δόξης</b>, Plb.4.35.7 (pl.), 20.5.4; μήτ' ἴχνος μήτ' αἴ. Phld.''Sign.''29; <b class="b3">μηδενὸς εἰς τοὐναντίον μηδ' ἕως αἰθύγματος ἀνθέλκοντος</b> ib. 18.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''αἴθυγμα''': -ατος, τό, ([[αἰθύσσω]]) = [[σπινθήρ]]: μεταφ., αἴθ. εὐνοίας, δόξης, Πολύβ. 4. 35, 7., 20. 5, 4, πρβλ. Πλουτ. 2. 966, 21.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[chispa]], [[destello]] τὰ τῶν ὅπλων αἰθύγματα Onas.28, μικρὸν αἴ. πυρός D.Chr.80.5<br /><b class="num">•</b>fig. ἔστι ταύτης (τῆς ψυχῆς) πάθη ἐκ μικρῶν αἰθυγμάτων ἐγειρόμενα Porph.<i>Ep.Aneb</i>.2.4<br /><b class="num">•</b>esp. c. el sent. de [[huella]], [[indicio]] ἐγκαταλείπουσί τινα ... τῆς πρὸς αὑτοὺς εὐνοίας αἰθύγματα Plb.4.35.7, cf. 20.5.4, μήτ' ἴχνος μήτ' αἴ. πρὸς τοὐναντίον ni huella ni indicio de lo contrario</i> Phld.<i>Sign</i>.29.3, cf. 18.30, τούτων ... τι παντελῶς ἀμαυρὸν αἴ. Plu.2.966b, λόγου μὲν καὶ φρονήσεως μικρά τινα ... αἰθύγματα Iambl.<i>Protr</i>.5.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[αἴθω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />lueur, rayonnement (de gloire, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αἴθω]].
|btext=ατος (τό) :<br />lueur, rayonnement (de gloire, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αἴθω]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[chispa]], [[destello]] τὰ τῶν ὅπλων αἰθύγματα Onas.28, μικρὸν αἴ. πυρός D.Chr.80.5<br /><b class="num">•</b>fig. ἔστι ταύτης (τῆς ψυχῆς) πάθη ἐκ μικρῶν αἰθυγμάτων ἐγειρόμενα Porph.<i>Ep.Aneb</i>.2.4<br /><b class="num">•</b>esp. c. el sent. de [[huella]], [[indicio]] ἐγκαταλείπουσί τινα ... τῆς πρὸς αὑτοὺς εὐνοίας αἰθύγματα Plb.4.35.7, cf. 20.5.4, μήτ' ἴχνος μήτ' αἴ. πρὸς τοὐναντίον ni huella ni indicio de lo contrario</i> Phld.<i>Sign</i>.29.3, cf. 18.30, τούτων ... τι παντελῶς ἀμαυρὸν αἴ. Plu.2.966b, λόγου μὲν καὶ φρονήσεως μικρά τινα ... αἰθύγματα Iambl.<i>Protr</i>.5.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[αἴθω]].
|lstext='''αἴθυγμα''': -ατος, τό, ([[αἰθύσσω]]) = [[σπινθήρ]]: μεταφ., αἴθ. εὐνοίας, δόξης, Πολύβ. 4. 35, 7., 20. 5, 4, πρβλ. Πλουτ. 2. 966, 21.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἴθυγμα:''' ατος τό мерцание, проблеск (τῆς προγονικῆς δόξης Polyb.): ἀμαυρὸν αἴ. καὶ δυσθέατον Plut. чуть заметный проблеск.
|elrutext='''αἴθυγμα:''' ατος τό [[мерцание]], [[проблеск]] (τῆς προγονικῆς δόξης Polyb.): ἀμαυρὸν αἴ. καὶ δυσθέατον Plut. чуть заметный проблеск.
}}
{{pape
|ptext=τό ([[αἰθύσσω]]), <i>[[Schimmer]], [[Funke]]</i>, z.B. τῆς προγονικῆς δόξης Polyb. 20.5.4; εὐνοίας 4.35.7; ἀμαυρὸν, schwache <i>Spur</i>, Plut. <i>Soll. an</i>. 10. Bei <i>Vetera Lexica</i> auch <i>das [[Anfachen]] des Feuers</i>.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἴθυγμα Medium diacritics: αἴθυγμα Low diacritics: αίθυγμα Capitals: ΑΙΘΥΓΜΑ
Transliteration A: aíthygma Transliteration B: aithygma Transliteration C: aithygma Beta Code: ai)/qugma

English (LSJ)

-ατος, τό, (αἰθύσσω) gleam, glamour, ὅπλων Onos.28 (pl.); πυρός D.Chr.80.5, cf. Plu.2.966b: metaph., spark, αἴ. εὐνοίας, δόξης, Plb.4.35.7 (pl.), 20.5.4; μήτ' ἴχνος μήτ' αἴ. Phld.Sign.29; μηδενὸς εἰς τοὐναντίον μηδ' ἕως αἰθύγματος ἀνθέλκοντος ib. 18.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
chispa, destello τὰ τῶν ὅπλων αἰθύγματα Onas.28, μικρὸν αἴ. πυρός D.Chr.80.5
fig. ἔστι ταύτης (τῆς ψυχῆς) πάθη ἐκ μικρῶν αἰθυγμάτων ἐγειρόμενα Porph.Ep.Aneb.2.4
esp. c. el sent. de huella, indicio ἐγκαταλείπουσί τινα ... τῆς πρὸς αὑτοὺς εὐνοίας αἰθύγματα Plb.4.35.7, cf. 20.5.4, μήτ' ἴχνος μήτ' αἴ. πρὸς τοὐναντίον ni huella ni indicio de lo contrario Phld.Sign.29.3, cf. 18.30, τούτων ... τι παντελῶς ἀμαυρὸν αἴ. Plu.2.966b, λόγου μὲν καὶ φρονήσεως μικρά τινα ... αἰθύγματα Iambl.Protr.5.
• Etimología: Cf. αἴθω.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lueur, rayonnement (de gloire, etc.).
Étymologie: αἴθω.

Greek (Liddell-Scott)

αἴθυγμα: -ατος, τό, (αἰθύσσω) = σπινθήρ: μεταφ., αἴθ. εὐνοίας, δόξης, Πολύβ. 4. 35, 7., 20. 5, 4, πρβλ. Πλουτ. 2. 966, 21.

Russian (Dvoretsky)

αἴθυγμα: ατος τό мерцание, проблеск (τῆς προγονικῆς δόξης Polyb.): ἀμαυρὸν αἴ. καὶ δυσθέατον Plut. чуть заметный проблеск.

German (Pape)

τό (αἰθύσσω), Schimmer, Funke, z.B. τῆς προγονικῆς δόξης Polyb. 20.5.4; εὐνοίας 4.35.7; ἀμαυρὸν, schwache Spur, Plut. Soll. an. 10. Bei Vetera Lexica auch das Anfachen des Feuers.