κυνόγλωσσος: Difference between revisions
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynoglossos | |Transliteration C=kynoglossos | ||
|Beta Code=kuno/glwssos | |Beta Code=kuno/glwssos | ||
|Definition= | |Definition=κυνόγλωσσον,<br><span class="bld">A</span> [[dog-tongued]]: hence<br><span class="bld">1</span> [[κυνόγλωσσος]], ὁ, kind of [[fish]], Epich. 44.<br><span class="bld">2</span> [[hound's tongue]], [[Cynoglossum columnae]], Nic.''Fr.''71:—also [[κυνόγλωσσον]], τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κυνόγλωσσος''': -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», [[βοτάνη]] τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ό (Α [[κυνόγλωσσος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γλώσσα]] όμοια με τη [[γλώσσα]] του σκύλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυνόγλωσσο</i>(<i>ν</i>)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κυνόγλωσσος]]<br />α) [[είδος]] ψαριού<br />β) το [[φυτό]] κυνόγλωσσο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλώσσα]]), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>γλωσσος</i>, [[κακό]]-<i>γλωσσος</i>]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>ein [[Fisch]]</i>, Epicharm. bei Ath. VII.288b und 308e. Vgl. [[κυνόγλωσσον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
κυνόγλωσσον,
A dog-tongued: hence
1 κυνόγλωσσος, ὁ, kind of fish, Epich. 44.
2 hound's tongue, Cynoglossum columnae, Nic.Fr.71:—also κυνόγλωσσον, τό, Ps.-Dsc.4.127, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.
Greek (Liddell-Scott)
κυνόγλωσσος: -ον, ἔχων γλῶσσαν κυνός, Ἐπίχ. 52 Ahr. ΙΙ. κυνόγλωσσον, τό, «σκυλλόγλωσσα», βοτάνη τις, Cynoglossum officinale, Διοσκ. 4. 129.
Greek Monolingual
-η, -ό (Α κυνόγλωσσος, -ον)
1. αυτός που έχει γλώσσα όμοια με τη γλώσσα του σκύλου
2. το ουδ. ως ουσ. το κυνόγλωσσο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια βοραγινίδες
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυνόγλωσσος
α) είδος ψαριού
β) το φυτό κυνόγλωσσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. θεό-γλωσσος, κακό-γλωσσος].
German (Pape)
ὁ, ein Fisch, Epicharm. bei Ath. VII.288b und 308e. Vgl. κυνόγλωσσον.