ἐγχέλειον: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "Dim. of <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "Dim. of $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egcheleion | |Transliteration C=egcheleion | ||
|Beta Code=e)gxe/leion | |Beta Code=e)gxe/leion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[ἔγχελυς]], in sg., | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[ἔγχελυς]], in sg., Ar.''Fr.''318.7, Antiph.222.4: mostly in plural, Pherecr.108.12, Callias Com.3, Posidipp.14; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1043: but in ll.cc. prob. neut. pl. of [[ἐγχέλειος]] (''[[sc.]]'' [[κρέα]] or [[τεμάχη]]); so τέμαχος ἐγχέλειον Pherecr.45, cf. Eust. 1231.36. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0713.png Seite 713]] τό, dim. von [[ἔγχελυς]], Aelchen; Ar. bei Ath. III, 104 e; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar. Ach. 1087, wo Andere besser κρέα ergänzen, Aalfleisch, von | |||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[anguila]] | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐγχέλειον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἔγχελυς]], καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 7, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 4· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐγχέλεια Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 12, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1. 2, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1· ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1043: - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ἐγχέλεια δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] οὐδ. πληθ. τοῦ ἐγχέλειος (ἐξυπακουομένου τοῦ κρέα ἢ τεμάχη)· [[μάλιστα]] παρὰ Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδάσκάλῳ» 1 εὑρίσκομεν [[τέμαχος]] [[ἐγχέλειον]], πρβλ. Εὐστ. 1231. 36. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγχέλειον:''' τό Arph. = [[ἔγχελυς]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of ἔγχελυς, in sg., Ar.Fr.318.7, Antiph.222.4: mostly in plural, Pherecr.108.12, Callias Com.3, Posidipp.14; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach.1043: but in ll.cc. prob. neut. pl. of ἐγχέλειος (sc. κρέα or τεμάχη); so τέμαχος ἐγχέλειον Pherecr.45, cf. Eust. 1231.36.
German (Pape)
[Seite 713] τό, dim. von ἔγχελυς, Aelchen; Ar. bei Ath. III, 104 e; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar. Ach. 1087, wo Andere besser κρέα ergänzen, Aalfleisch, von
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχέλειον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔγχελυς, καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 7, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 4· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐγχέλεια Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 12, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1. 2, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1· ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1043: - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ἐγχέλεια δυνατὸν νὰ εἶναι οὐδ. πληθ. τοῦ ἐγχέλειος (ἐξυπακουομένου τοῦ κρέα ἢ τεμάχη)· μάλιστα παρὰ Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδάσκάλῳ» 1 εὑρίσκομεν τέμαχος ἐγχέλειον, πρβλ. Εὐστ. 1231. 36.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχέλειον: τό Arph. = ἔγχελυς.