ἐπισαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(6_6)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=episaleyo
|Transliteration C=episaleyo
|Beta Code=e)pisaleu/w
|Beta Code=e)pisaleu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ride at anchor off</b>, τοῖς ἀκρωτηρίοις <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span>19.14</span>: metaph., <b class="b3">ἐ. τοῖς ὤμοις</b> (cf. [[σαλεύω]]) <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span>813a11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">float</b> <b class="b2">over</b>, ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>1.23</span>:—Med., <span class="bibl">Luc. <span class="title">Am.</span>40</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[ride at anchor off]], τοῖς ἀκρωτηρίοις Philostr.''Her.''19.14: metaph., <b class="b3">ἐ. τοῖς ὤμοις</b> (cf. [[σαλεύω]]) Arist.''Phgn.''813a11.<br><span class="bld">II</span>. [[float]] [[over]], ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Philostr.''Im.''1.23:—Med., Luc. ''Am.''40.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] auf hohem Meere, außer dem Hafen, bei einem Orte vor Anker liegen, τοῖς ἀκρωτηρίοις, Philostr.; übertr., ἡ [[κόμη]] ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ, darauf wallen, Philostr. iun. im. 7, wie pass. οἱ [[ὄπισθεν]] ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc. Amor. 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] auf hohem Meere, außer dem Hafen, bei einem Orte vor Anker liegen, τοῖς ἀκρωτηρίοις, Philostr.; übertr., ἡ [[κόμη]] ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ, darauf wallen, Philostr. iun. im. 7, wie pass. οἱ [[ὄπισθεν]] ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc. Amor. 40.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισᾰλεύω:''' досл. стоять на якоре, качаться на волнах, перен. покачивать(ся) (τοῖς ὤμοις Arst.); med. шевелиться, развеваться (οἱ [[ὄπισθεν]] ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισᾰλεύω''': ἐπὶ πλοίου, εἶμαι ἀραγμένον που οὐχὶ ἐντὸς λιμένος, [[σαλεύω]] ἐπ’ ἀγκύρας, [[ἐπισαλεύω]] τοῦς ἀκρωτηρίοις Φιλόστρ. 740: - μεταφ., [[σαλεύω]], κινοῦμαι, ἐπ. τοῖς ὤμοις (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 45. ΙΙ. κυματίζω [[ἐπάνω]], ἡ [[κόμη]] ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Φιλόστρ. 798· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ., Λουκ. Ἔρωτ. 40.
|lstext='''ἐπισᾰλεύω''': ἐπὶ πλοίου, εἶμαι ἀραγμένον που οὐχὶ ἐντὸς λιμένος, [[σαλεύω]] ἐπ’ ἀγκύρας, [[ἐπισαλεύω]] τοῦς ἀκρωτηρίοις Φιλόστρ. 740: - μεταφ., [[σαλεύω]], κινοῦμαι, ἐπ. τοῖς ὤμοις (ἴδε [[σαλεύω]] ΙΙ. 3), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 45. ΙΙ. κυματίζω [[ἐπάνω]], ἡ [[κόμη]] ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Φιλόστρ. 798· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσ., Λουκ. Ἔρωτ. 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισαλεύω]] (Α) [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> [[σαλεύω]] [[καθώς]] βρίσκομαι τοποθετημένος [[κάπου]] ή συνδεδεμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για [[πλοίο]]) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά [[σαλεύω]] [[πάνω]] στην [[άγκυρα]]<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]]<br /><b>4.</b> [[σαλεύω]], κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῖς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισᾰλεύω Medium diacritics: ἐπισαλεύω Low diacritics: επισαλεύω Capitals: ΕΠΙΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: episaleúō Transliteration B: episaleuō Transliteration C: episaleyo Beta Code: e)pisaleu/w

English (LSJ)

A ride at anchor off, τοῖς ἀκρωτηρίοις Philostr.Her.19.14: metaph., ἐ. τοῖς ὤμοις (cf. σαλεύω) Arist.Phgn.813a11.
II. float over, ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Philostr.Im.1.23:—Med., Luc. Am.40.

German (Pape)

[Seite 976] auf hohem Meere, außer dem Hafen, bei einem Orte vor Anker liegen, τοῖς ἀκρωτηρίοις, Philostr.; übertr., ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ, darauf wallen, Philostr. iun. im. 7, wie pass. οἱ ὄπισθεν ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc. Amor. 40.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισᾰλεύω: досл. стоять на якоре, качаться на волнах, перен. покачивать(ся) (τοῖς ὤμοις Arst.); med. шевелиться, развеваться (οἱ ὄπισθεν ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισᾰλεύω: ἐπὶ πλοίου, εἶμαι ἀραγμένον που οὐχὶ ἐντὸς λιμένος, σαλεύω ἐπ’ ἀγκύρας, ἐπισαλεύω τοῦς ἀκρωτηρίοις Φιλόστρ. 740: - μεταφ., σαλεύω, κινοῦμαι, ἐπ. τοῖς ὤμοις (ἴδε σαλεύω ΙΙ. 3), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 45. ΙΙ. κυματίζω ἐπάνω, ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Φιλόστρ. 798· οὕτως ἐν τῷ Μέσ., Λουκ. Ἔρωτ. 40.

Greek Monolingual

ἐπισαλεύω (Α) σαλεύω
1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι
2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα
3. (για μαλλιά) κυματίζω
4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῖς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», Αριστοτ.).