κατασκελετεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataskeleteyo
|Transliteration C=kataskeleteyo
|Beta Code=kataskeleteu/w
|Beta Code=kataskeleteu/w
|Definition=[[reduce to a skeleton]], ἑαυτούς Plu.2.7d; <b class="b3">τὸ σῶμα</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>153</span>:—Pass., [[to be wasted away]], '[[desiccated]],' μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν -ευθεῖσαν <span class="bibl">Isoc.15.268</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.198</span>, al., <span class="bibl">Onos.1.5</span> (Act.), <span class="bibl">D.L.8.41</span>: metaph., τὰ φυσικὰ ἔργα ταῖς τεχνολογίαις -ευόμενα Longin.2.1.
|Definition=[[reduce to a skeleton]], ἑαυτούς Plu.2.7d; <b class="b3">τὸ σῶμα</b> Sch.Ar.''Ra.''153:—Pass., to [[be wasted away]], '[[desiccated]],' μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν -ευθεῖσαν Isoc.15.268, cf. Ph.1.198, al., Onos.1.5 (Act.), D.L.8.41: metaph., τὰ φυσικὰ ἔργα ταῖς τεχνολογίαις -ευόμενα Longin.2.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=réduire à l'état de squelette, dessécher entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκελετεύω]].
|btext=[[réduire à l'état de squelette]], [[dessécher entièrement]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκελετεύω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκελετεύω Medium diacritics: κατασκελετεύω Low diacritics: κατασκελετεύω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΛΕΤΕΥΩ
Transliteration A: kataskeleteúō Transliteration B: kataskeleteuō Transliteration C: kataskeleteyo Beta Code: kataskeleteu/w

English (LSJ)

reduce to a skeleton, ἑαυτούς Plu.2.7d; τὸ σῶμα Sch.Ar.Ra.153:—Pass., to be wasted away, 'desiccated,' μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν -ευθεῖσαν Isoc.15.268, cf. Ph.1.198, al., Onos.1.5 (Act.), D.L.8.41: metaph., τὰ φυσικὰ ἔργα ταῖς τεχνολογίαις -ευόμενα Longin.2.1.

German (Pape)

[Seite 1378] ganz austrocknen, ausdörren, zum Skelett machen, ἑαυτούς Plut. de educ. lib. 10. – Pass., περιιδεῖν τὴν φύσιν τὴν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν ἐπὶ τούτοις Isocr. 15, 268; Arist. H. A. 10, 3 u. Sp.; auch übertr., Longin. 2, 1.

French (Bailly abrégé)

réduire à l'état de squelette, dessécher entièrement.
Étymologie: κατά, σκελετεύω.

Russian (Dvoretsky)

κατασκελετεύω: превращать в скелет, истощать до крайности (ἑαυτόν Plut.); pass. чахнуть, худеть Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκελετεύω: μεταποιῶ εἰς σκελετόν, ξηραίνω τὰς σάρκας καὶ τοὺς χυμοὺς ὥστε νὰ μένωσι τὰ ὀστᾶ μόνον, καταξηραίνω, ἑαυτὸν ἐν παιδεύμασιν, μαραίνεσθαι ἕνεκα τῆς συνεχοῦς καὶ ἐπιμόνου σπουδῆς, Πλούτ. 2. 7D· τὸ σῶμα κατεσκελετευκὼς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 153.― Παθ., καταστρέφομαι, μὴ περιιδεῖν τὴν φύσιν κατασκελετευθεῖσαν Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 287, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 15· ὠχροί, κατεσκελετευμένοι Φίλ. 1. 198, 10· ἐκ μακρᾶς καὶ φθινώδους νόσου κατεσκελετευμένον ὁ αὐτ. 583, 27· ἰσχνὸς καὶ κατεσκελετευμένος Διογ. Λ. 8. 41· μεταφ., τὰ μεγαλοφυῆ ταῖς τεχνολογίαις κατεσκελετευμένα Λογγῖν. 2. 1.

Greek Monolingual

κατασκελετεύω (Α)
1. κάνω κάτι αδύνατο σαν σκελετό (α. «ἐν τοῖς παιδεύμασι τοῖς οὐδενὸς ἀξίοις ἑαυτούς κατασκελετεύουσι», Πλούτ. β. «ὡχροί, κατεσκελετευμένοι», Φίλ.)
2. παθ. κατασκελετεύομαι
καταστρέφομαι («περιιδεῖν τὴν φύσιν τῶν αὑτῶν κατασκελετευθεῖσαν», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σκελετεύω «ξεραίνω, μαραίνω»].