ὀγδοηκοντούτης: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ogdoikontoytis
|Transliteration C=ogdoikontoytis
|Beta Code=o)gdohkontou/ths
|Beta Code=o)gdohkontou/ths
|Definition=ες, (ἔτος) [[eighty years old]], <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>4.25</span>, Gal.6.360, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>77</span> :—fem. ὀγδοηκοντα-οῦτις, D. C.<span class="bibl">61.19</span> : Ion. ὀγδωκοντᾰέτης, ες, <span class="bibl">Sol.20.4</span>, <span class="bibl">Simon. 146</span>; ὀγδωκοντούτης, <span class="title">App.Anth.</span>2.642 (Perinthus); ὀγδωκον[τέτης], <span class="title">IG</span>9(1).875 (Corc., ii B. C., metr.).
|Definition=ὀγδοηκοντούτες, ([[ἔτος]]) [[eighty years old]], App.''BC''4.25, Gal.6.360, Luc.''Herm.''77:—fem. [[ὀγδοηκονταοῦτις]], D. C.61.19: Ion. ὀγδωκοντᾰέτης, ες, Sol.20.4, Simon. 146; ὀγδωκοντούτης, ''App.Anth.''2.642 (Perinthus); ὀγδωκον[τέτης], ''IG''9(1).875 (Corc., ii B. C., metr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0290.png Seite 290]] s. [[ὀγδοηκονταέτης]]. Dazu fem. ὀγδοηκοντοῦτις, D. Cass. 61, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0290.png Seite 290]] s. [[ὀγδοηκονταέτης]]. Dazu fem. ὀγδοηκοντοῦτις, D. Cass. 61, 19.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />[[de 80 ans]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀγδοήκοντα]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγδοηκοντούτης:''' Luc. = [[ὀγδοηκονταέτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀγδοηκοντούτης''': -ες, ([[ἔτος]]) ὁ ἔχων ἡλικίαν [[ὀγδοήκοντα]] ἐτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 25, Λουκ. Ἑρμότ. 77· θηλ. -οῦτις, Δίων Κάσσ. 61. 10· - Ἰων. κ. Δωρ. ὀγδοκονταέτης, ες, Σόλων 22. 4, Σιμωνίδ. 148, 149· ὀγδωκοντούτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2025.
|lstext='''ὀγδοηκοντούτης''': -ες, ([[ἔτος]]) ὁ ἔχων ἡλικίαν [[ὀγδοήκοντα]] ἐτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 25, Λουκ. Ἑρμότ. 77· θηλ. -οῦτις, Δίων Κάσσ. 61. 10· - Ἰων. κ. Δωρ. ὀγδοκονταέτης, ες, Σόλων 22. 4, Σιμωνίδ. 148, 149· ὀγδωκοντούτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2025.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />de 80 ans.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγδοήκοντα]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και [[ογδοηκονταετής]], -ές (ΑΜ [[ὀγδοηκοντούτης]], -ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῦτις, -ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α][[έτης]] και [[ογδωκοντούτης]], -ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ες)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[ογδόντα]] ετών, [[ογδοντάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαρκεί [[ογδόντα]] έτη («[[ογδοηκονταετής]] [[περίοδος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀγδοηκονταετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀγδοήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντηκοντα</i>-<i>ετής</i>. Ο τ. [[ὀγδοηκοντούτης]], -<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοηκονταετής</i>, με [[συναίρεση]] και αναβιβασμό του τόνου. Με αυτόν τον τρόπο το <i>ὀγδοηκονταετής</i> από την γ' [[κλίση]] περνά στην α' [[κλίση]] (<b>πρβλ.</b> <i>εξηκοντ</i>-<i>ούτης</i>, <i>εκατοντ</i>-<i>ούτης</i>). Οι τ. <i>ὀγδωκονταέτης</i> / <i>ὀγδωκοντούτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀγδώκοντα]].
|mltxt=θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και [[ογδοηκονταετής]], -ές (ΑΜ [[ὀγδοηκοντούτης]], -ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῦτις, -ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α][[έτης]] και [[ογδωκοντούτης]], -ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ες)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[ογδόντα]] ετών, [[ογδοντάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαρκεί [[ογδόντα]] έτη («[[ογδοηκονταετής]] [[περίοδος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ὀγδοηκονταετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀγδοήκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντηκοντα</i>-<i>ετής</i>. Ο τ. [[ὀγδοηκοντούτης]], -<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοηκονταετής</i>, με [[συναίρεση]] και αναβιβασμό του τόνου. Με αυτόν τον τρόπο το <i>ὀγδοηκονταετής</i> από την γ' [[κλίση]] περνά στην α' [[κλίση]] ([[πρβλ]]. [[εξηκοντούτης]], [[εκατοντούτης]]). Οι τ. <i>ὀγδωκονταέτης</i> / <i>ὀγδωκοντούτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀγδώκοντα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀγδοηκοντούτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] [[ογδόντα]] ετών, σε Λουκ.· Ιων. και Δωρ., ὀγδωκοντᾰ-[[έτης]], <i>-ες</i>, σε Σόλωνα.
|lsmtext='''ὀγδοηκοντούτης:''' -ες ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] [[ογδόντα]] ετών, σε Λουκ.· Ιων. και Δωρ., ὀγδωκοντᾰ-[[έτης]], <i>-ες</i>, σε Σόλωνα.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγδοηκοντούτης:''' Luc. = [[ὀγδοηκονταέτης]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀγδοηκοντ-ούτης, ες [[ἔτος]]<br />[[eighty]] years old, Luc.:— ionic and doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, [[Solon]].
|mdlsjtxt=ὀγδοηκοντ-ούτης, ες [[ἔτος]]<br />[[eighty]] years old, Luc.:— ionic and doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, [[Solon]].
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγδοηκοντούτης Medium diacritics: ὀγδοηκοντούτης Low diacritics: ογδοηκοντούτης Capitals: ΟΓΔΟΗΚΟΝΤΟΥΤΗΣ
Transliteration A: ogdoēkontoútēs Transliteration B: ogdoēkontoutēs Transliteration C: ogdoikontoytis Beta Code: o)gdohkontou/ths

English (LSJ)

ὀγδοηκοντούτες, (ἔτος) eighty years old, App.BC4.25, Gal.6.360, Luc.Herm.77:—fem. ὀγδοηκονταοῦτις, D. C.61.19: Ion. ὀγδωκοντᾰέτης, ες, Sol.20.4, Simon. 146; ὀγδωκοντούτης, App.Anth.2.642 (Perinthus); ὀγδωκον[τέτης], IG9(1).875 (Corc., ii B. C., metr.).

German (Pape)

[Seite 290] s. ὀγδοηκονταέτης. Dazu fem. ὀγδοηκοντοῦτις, D. Cass. 61, 19.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de 80 ans.
Étymologie: ὀγδοήκοντα, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ὀγδοηκοντούτης: Luc. = ὀγδοηκονταέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδοηκοντούτης: -ες, (ἔτος) ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀγδοήκοντα ἐτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 25, Λουκ. Ἑρμότ. 77· θηλ. -οῦτις, Δίων Κάσσ. 61. 10· - Ἰων. κ. Δωρ. ὀγδοκονταέτης, ες, Σόλων 22. 4, Σιμωνίδ. 148, 149· ὀγδωκοντούτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2025.

Greek Monolingual

θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, -ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, -ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῦτις, -ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, -ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, -ες)
αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης
νεοελλ.
αυτός που διαρκεί ογδόντα έτη («ογδοηκονταετής περίοδος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀγδοηκονταετής < ὀγδοήκοντα + -ετης (< ἔτος), πρβλ. πεντηκοντα-ετής. Ο τ. ὀγδοηκοντούτης, -ον < ὀγδοηκονταετής, με συναίρεση και αναβιβασμό του τόνου. Με αυτόν τον τρόπο το ὀγδοηκονταετής από την γ' κλίση περνά στην α' κλίση (πρβλ. εξηκοντούτης, εκατοντούτης). Οι τ. ὀγδωκονταέτης / ὀγδωκοντούτης < ὀγδώκοντα.

Greek Monotonic

ὀγδοηκοντούτης: -ες (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, σε Λουκ.· Ιων. και Δωρ., ὀγδωκοντᾰ-έτης, -ες, σε Σόλωνα.

Middle Liddell

ὀγδοηκοντ-ούτης, ες ἔτος
eighty years old, Luc.:— ionic and doric ὀγδωκοντα-έτης, ες, Solon.