Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάδετος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diadetos
|Transliteration C=diadetos
|Beta Code=dia/detos
|Beta Code=dia/detos
|Definition=ον, [[bound fast]], <b class="b3">χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων</b> bits [[firm bound through]] the horse's mouth, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>122</span>(lyr.); <b class="b3">δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον</b> [[adorned with]] a strip of amber <b class="b2">set in .</b>., <span class="bibl">Hld.5.13</span>; δ. ταινίαις τὰς κόμας <span class="bibl">Lib.<span class="title">Decl.</span>12.27</span>.
|Definition=διάδετον, [[bound fast]], <b class="b3">χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων</b> bits [[firm bound through]] the horse's mouth, A.''Th.''122(lyr.); <b class="b3">δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον</b> [[adorned with]] a strip of amber set in.., Hld.5.13; δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.''Decl.''12.27.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδετος Medium diacritics: διάδετος Low diacritics: διάδετος Capitals: ΔΙΑΔΕΤΟΣ
Transliteration A: diádetos Transliteration B: diadetos Transliteration C: diadetos Beta Code: dia/detos

English (LSJ)

διάδετον, bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων bits firm bound through the horse's mouth, A.Th.122(lyr.); δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον adorned with a strip of amber set in.., Hld.5.13; δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.Decl.12.27.

Spanish (DGE)

-ον
rodeado, ceñido (δακτύλιον) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas Lib.Decl.12.27
subst. τὸ δ. cinta para la cabeza, Anon.in Rh.168.23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché à travers ou autour.
Étymologie: διαδέω.

German (Pape)

durch etwas hin festgebunden, χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων, die durch der Pferde Maul gehenden festgebundenen Zäume, Aesch. Spt. 122; διάδετος ταινίαις τὰς κόμας, der die Haare mit Bändern durchbunden hat, Liban.; κύκλος ἠλέκτρῳ διάδετος Heliod. 5.13.

Russian (Dvoretsky)

διάδετος: продетый и связанный (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

διάδετος: -ον, (διαδέω) ὁ δενόμενος ἰσχυρῶς, χαλινοὶ διάδετοι (διὰ δὲ τοι Weil.) γενύων ἱππείων, χαλινοὶ ἰσχυρῶς δεδεμένοι εἰς τὰ στόματα τῶν ιππων, Αἰσχύλ. Θήβ. 122· ἠλέκτρῳ δ. Ἡλιόδ. 5. 13· δ. ταινίαις τὰς κόμας Λιβάν. 4. 189.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάδετος, -ον) διαδέω
1. ο δεμένος ολόγυρα ή στερεά
2. στεφανοειδές εξάρτημα για την περίσφιξη συμβλημάτων
αρχ.
(για κρίκους) ο κοσμημένος με στεφάνη.

Greek Monotonic

διάδετος: -ον (διαδέω), αυτός που είναι δεμένος δυνατά, ισχυρά· χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

διάδετος, ον διαδέω
bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits firm bound through the horse's mouth, Aesch.