μαρμαρόω: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=marmaroo | |Transliteration C=marmaroo | ||
|Beta Code=marmaro/w | |Beta Code=marmaro/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[coat with marble stucco]], ([[κίονας]]) Jul.''Ep.''80:—Pass., ''PMag.Berol.''1.109.<br><span class="bld">2</span> [[line with marble]], κολυμβήθρα… μεμαρμαρώσθω Hero ''*Stereom''.2.5.<br><span class="bld">II</span> Pass., to [[be turned to stone]], Lyc.826. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαρμαρόω''': στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας [[ἀλείφω]] τι [[ὅπως]] φαίνηται ὡς [[μάρμαρον]], Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21). | |lstext='''μαρμαρόω''': στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας [[ἀλείφω]] τι [[ὅπως]] φαίνηται ὡς [[μάρμαρον]], Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zu [[Stein]], [[Marmor]] [[machen]], [[darin]] [[verwandeln]]</i>, Suid.; γραῦν μαρμαρουμένην [[δέμας]] Lycophr. 876. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
A coat with marble stucco, (κίονας) Jul.Ep.80:—Pass., PMag.Berol.1.109.
2 line with marble, κολυμβήθρα… μεμαρμαρώσθω Hero *Stereom.2.5.
II Pass., to be turned to stone, Lyc.826.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμαρόω: στρώννω μὲ μάρμαρα, μαρμαρώνω, Μαλαλ. 339, 7, Βασιλικ. 58, 2, 13, κλ. 2) διὰ γύψου καὶ μαρμαροκονίας ἀλείφω τι ὅπως φαίνηται ὡς μάρμαρον, Ἰουλιαν. τοῦ Παραβ. Ἐπιστ. Ἀνέκδ. Ι, 18 (Mus-Rhen. 1887, 21).
German (Pape)
zu Stein, Marmor machen, darin verwandeln, Suid.; γραῦν μαρμαρουμένην δέμας Lycophr. 876.