πολιά: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(33) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polia | |Transliteration C=polia | ||
|Beta Code=polia/ | |Beta Code=polia/ | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[greyness of hair]], Men.''Mon.''705; as a disease, Arist.''GA'' 784b13, ''Pr.''894b9, ''Fr.''235; σεμνὴ π. [[LXX]] ''4 Ma.''7.15, cf. Plu.2.4ib, Chor. p.15B., al.; πολιή σε κατεύνασε ''AP''5.219 (Agath.): concrete, πολλῆς μὲν νεότητος, πολλῆς δὲ πολιᾶς εἰσιούσης Chor. in Lib.4.516R. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />[[chevelure gris-blanc]].<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολιά:''' ион. [[πολιή]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[седина]] Men., Arph., Anth.;<br /><b class="num">2</b> [[старческий возраст]], [[старость]] Luc., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολιά''': ἡ, ἡ τῶν τριχῶν [[λευκότης]], πολιὰ χρόνου [[μήνυσις]], οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς [[ἀσθένεια]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, [[πολιότης]]. | |lstext='''πολιά''': ἡ, ἡ τῶν τριχῶν [[λευκότης]], πολιὰ χρόνου [[μήνυσις]], οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς [[ἀσθένεια]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, [[πολιότης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[πολιός]]<br /><b>1.</b> η [[λευκότητα]] τών τριχών της κεφαλής («[[πολιά]] χρόνου [[μήνυσις]], οὐ [[φρόνησις]]», Μέν.)<br /><b>2.</b> η γεροντική [[ηλικία]], το [[γήρας]]<br /><b>3.</b> [[αρχαιότητα]]. | |mltxt=ἡ, Α [[πολιός]]<br /><b>1.</b> η [[λευκότητα]] τών τριχών της κεφαλής («[[πολιά]] χρόνου [[μήνυσις]], οὐ [[φρόνησις]]», Μέν.)<br /><b>2.</b> η γεροντική [[ηλικία]], το [[γήρας]]<br /><b>3.</b> [[αρχαιότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολιά:''' ἡ ([[πολιός]]), το γκρίζο [[χρώμα]] των μαλλιών, σε Μένανδρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πολιά]], ἡ, [[πολιός]]<br />grayness of [[hair]], Menand. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, greyness of hair, Men.Mon.705; as a disease, Arist.GA 784b13, Pr.894b9, Fr.235; σεμνὴ π. LXX 4 Ma.7.15, cf. Plu.2.4ib, Chor. p.15B., al.; πολιή σε κατεύνασε AP5.219 (Agath.): concrete, πολλῆς μὲν νεότητος, πολλῆς δὲ πολιᾶς εἰσιούσης Chor. in Lib.4.516R.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
chevelure gris-blanc.
Étymologie: πολιός.
Russian (Dvoretsky)
πολιά: ион. πολιή ἡ
1 седина Men., Arph., Anth.;
2 старческий возраст, старость Luc., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πολιά: ἡ, ἡ τῶν τριχῶν λευκότης, πολιὰ χρόνου μήνυσις, οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς ἀσθένεια, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, πολιότης.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολιός
1. η λευκότητα τών τριχών της κεφαλής («πολιά χρόνου μήνυσις, οὐ φρόνησις», Μέν.)
2. η γεροντική ηλικία, το γήρας
3. αρχαιότητα.
Greek Monotonic
πολιά: ἡ (πολιός), το γκρίζο χρώμα των μαλλιών, σε Μένανδρ.