ἐκτομάς: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(big3_14b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ektomas | |Transliteration C=ektomas | ||
|Beta Code=e)ktoma/s | |Beta Code=e)ktoma/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκτομάδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[wicket-gate]], Aen.Tact. 24.5, ''Stud.Pal.''20.211.9.<br><span class="bld">II</span> = [[περικεφαλαία]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> a kind of [[spear]] ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ἐκτομάδια]]), Id. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-άδος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[postigo]], [[portillo]] ἐ. πυλίς Aen.Tact.24.5, ἐ. διαβητική portillo de paso</i>, <i>Stud.Pal</i>.20.211.9 (V/VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> ἐ.· περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἐκτομάς''': -άδος, ἡ, [[πυλίς]], μικρὰ [[θύρα]] κατεσκευασμένη εἰς τὸ θυρόφυλλον [[μεγάλης]] πύλης, οἵας καὶ νῦν βλέπει τις ἐν τοῖς ἐργοστασίοις καὶ ἀλλαχοῦ, Αἰν. Τακτ. 24. 28· [[προσέτι]] καθ’ Ἡσύχ. «περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν». | |lstext='''ἐκτομάς''': -άδος, ἡ, [[πυλίς]], μικρὰ [[θύρα]] κατεσκευασμένη εἰς τὸ θυρόφυλλον [[μεγάλης]] πύλης, οἵας καὶ νῦν βλέπει τις ἐν τοῖς ἐργοστασίοις καὶ ἀλλαχοῦ, Αἰν. Τακτ. 24. 28· [[προσέτι]] καθ’ Ἡσύχ. «περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἐκτομάς]], η (Α)<br /><b>1.</b> μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο [[θυρόφυλλο]] [[μεγάλης]] πύλης απ' όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η [[πύλη]]<br /><b>2.</b> «[[περικεφαλαία]] ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (<b>Ησύχ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκτομάδος, ἡ,
A wicket-gate, Aen.Tact. 24.5, Stud.Pal.20.211.9.
II = περικεφαλαία, Hsch.
III a kind of spear (nisi leg. ἐκτομάδια), Id.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
1 postigo, portillo ἐ. πυλίς Aen.Tact.24.5, ἐ. διαβητική portillo de paso, Stud.Pal.20.211.9 (V/VI d.C.).
2 ἐ.· περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν Hsch.
German (Pape)
[Seite 782] άδος, ἡ, eine kleine Thür im Thore, Aen. Tact.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτομάς: -άδος, ἡ, πυλίς, μικρὰ θύρα κατεσκευασμένη εἰς τὸ θυρόφυλλον μεγάλης πύλης, οἵας καὶ νῦν βλέπει τις ἐν τοῖς ἐργοστασίοις καὶ ἀλλαχοῦ, Αἰν. Τακτ. 24. 28· προσέτι καθ’ Ἡσύχ. «περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν».
Greek Monolingual
ἐκτομάς, η (Α)
1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ' όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη
2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.).