ἀναμέτρησις: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anametrisis
|Transliteration C=anametrisis
|Beta Code=a)name/trhsis
|Beta Code=a)name/trhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[measurement]], τῆς γῆς <span class="bibl">Str.1.1.20</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>918xi14</span> (ii A. D.); τῶν θείων περιόδων <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>9.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[estimate]], τῆς εὐδαιμονίας πρὸς ἀργύριον ἀ. ποιεῖσθαι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>27</span>, cf. <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>19p.461M.</span></span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[measurement]], τῆς γῆς Str.1.1.20, cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''918xi14 (ii A. D.); τῶν θείων περιόδων Iamb.''Myst.''9.4.<br><span class="bld">2</span> [[estimate]], τῆς εὐδαιμονίας πρὸς ἀργύριον ἀ. ποιεῖσθαι Plu.''Sol.''27, cf. Hierocl.''in CA''19p.461M.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[medición]], [[medida]] τῆς γῆς Str.1.1.20, περὶ ἀναμετρήσεως τῆς γῆς tít. de una obra de Eratóstenes, Hero <i>Dioptr</i>.302.17, τοῦ χωρίου Ph.607, αἰγιαλοῦ <i>POxy</i>.918.11.14 (II a.C.), σπόρου <i>PTeb</i>.288.4 (III a.C.), σχοινίου <i>PFlor</i>.281.15 (VI a.C.), τῶν θείων περιόδων Iambl.<i>Myst</i>.9.4, τῆς ὥρας Horap.1.16, ἀνθρώπου δάκτυλος ἀναμέτρησιν σημαίνει el dedo del hombre indica una unidad de medida</i> Horap.2.13, cf. <i>PCair</i>.8.8.10 (IV a.C.), <i>PCair.Isidor</i>.12.29 (IV a.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[valoración]] πρὸς [[ἀργύριον]] ... τῆς εὐδαιμονίας ... [[ἀναμέτρησις]] Plu.<i>Sol</i>.27<br /><b class="num">•</b>[[cómputo]] τῶν ἡμερινῶν ἔργων Hierocl.<i>in CA</i> 19.7.<br /><b class="num">3</b> [[pago]] πρὸς ἀναμέτρησιν φόρου contra pago de una venta</i>, <i>PPanop</i>.2.5 (IV a.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] Vermessung, γῆς, Strab.; übertr., Abschätzung, Würdigung, εὐδαιμονίας Plut. Sol. 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] Vermessung, γῆς, Strab.; übertr., Abschätzung, Würdigung, εὐδαιμονίας Plut. Sol. 27.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de mesurer]], [[d'apprécier]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμετρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμέτρησις:''' εως ἡ досл. измерение, перен. оценка, определение (τινος πρὸς [[ἀργύριον]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμέτρησις''': -εως, ἡ, [[καταμέτρησις]], τῆς γῆς Στράβ. 11. 2) [[ἐκτίμησις]] πράγματός τινος παραβαλλομένου [[πρός]] τι, «εἰ μὴ πρὸς [[ἀργύριον]] πολὺ [[μηδὲ]] [[χρυσίον]] τῆς εὐδαιμονίας ποιεῖται τὴν ἀναμέτρησιν» Πλουτ. Σόλων 27.
|lstext='''ἀναμέτρησις''': -εως, ἡ, [[καταμέτρησις]], τῆς γῆς Στράβ. 11. 2) [[ἐκτίμησις]] πράγματός τινος παραβαλλομένου [[πρός]] τι, «εἰ μὴ πρὸς [[ἀργύριον]] πολὺ [[μηδὲ]] [[χρυσίον]] τῆς εὐδαιμονίας ποιεῖται τὴν ἀναμέτρησιν» Πλουτ. Σόλων 27.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de mesurer, d’apprécier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναμετρέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[medición]], [[medida]] τῆς γῆς Str.1.1.20, περὶ ἀναμετρήσεως τῆς γῆς tít. de una obra de Eratóstenes, Hero <i>Dioptr</i>.302.17, τοῦ χωρίου Ph.607, αἰγιαλοῦ <i>POxy</i>.918.11.14 (II a.C.), σπόρου <i>PTeb</i>.288.4 (III a.C.), σχοινίου <i>PFlor</i>.281.15 (VI a.C.), τῶν θείων περιόδων Iambl.<i>Myst</i>.9.4, τῆς ὥρας Horap.1.16, ἀνθρώπου δάκτυλος ἀναμέτρησιν σημαίνει el dedo del hombre indica una unidad de medida</i> Horap.2.13, cf. <i>PCair</i>.8.8.10 (IV a.C.), <i>PCair.Isidor</i>.12.29 (IV a.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[valoración]] πρὸς [[ἀργύριον]] ... τῆς εὐδαιμονίας ... [[ἀναμέτρησις]] Plu.<i>Sol</i>.27<br /><b class="num">•</b>[[cómputo]] τῶν ἡμερινῶν ἔργων Hierocl.<i>in CA</i> 19.7.<br /><b class="num">3</b> [[pago]] πρὸς ἀναμέτρησιν φόρου contra pago de una venta</i>, <i>PPanop</i>.2.5 (IV a.C.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμέτρησις:''' -εως, ἡ ([[ἀναμετρέω]]), [[καταμέτρηση]], τινος [[πρός]] τι, ένα [[πράγμα]] προς ένα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναμέτρησις:''' -εως, ἡ ([[ἀναμετρέω]]), [[καταμέτρηση]], τινος [[πρός]] τι, ένα [[πράγμα]] προς ένα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμέτρησις:''' εως ἡ досл. измерение, перен. оценка, определение (τινος πρὸς [[ἀργύριον]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀναμετρέω]]<br />a [[measurement]], τινος πρός τι of one [[thing]] by [[another]], Plut.
|mdlsjtxt=[[ἀναμετρέω]]<br />a [[measurement]], τινος πρός τι of one [[thing]] by [[another]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμέτρησις Medium diacritics: ἀναμέτρησις Low diacritics: αναμέτρησις Capitals: ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΙΣ
Transliteration A: anamétrēsis Transliteration B: anametrēsis Transliteration C: anametrisis Beta Code: a)name/trhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A measurement, τῆς γῆς Str.1.1.20, cf. POxy.918xi14 (ii A. D.); τῶν θείων περιόδων Iamb.Myst.9.4.
2 estimate, τῆς εὐδαιμονίας πρὸς ἀργύριον ἀ. ποιεῖσθαι Plu.Sol.27, cf. Hierocl.in CA19p.461M.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 medición, medida τῆς γῆς Str.1.1.20, περὶ ἀναμετρήσεως τῆς γῆς tít. de una obra de Eratóstenes, Hero Dioptr.302.17, τοῦ χωρίου Ph.607, αἰγιαλοῦ POxy.918.11.14 (II a.C.), σπόρου PTeb.288.4 (III a.C.), σχοινίου PFlor.281.15 (VI a.C.), τῶν θείων περιόδων Iambl.Myst.9.4, τῆς ὥρας Horap.1.16, ἀνθρώπου δάκτυλος ἀναμέτρησιν σημαίνει el dedo del hombre indica una unidad de medida Horap.2.13, cf. PCair.8.8.10 (IV a.C.), PCair.Isidor.12.29 (IV a.C.).
2 fig. valoración πρὸς ἀργύριον ... τῆς εὐδαιμονίας ... ἀναμέτρησις Plu.Sol.27
cómputo τῶν ἡμερινῶν ἔργων Hierocl.in CA 19.7.
3 pago πρὸς ἀναμέτρησιν φόρου contra pago de una venta, PPanop.2.5 (IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 198] Vermessung, γῆς, Strab.; übertr., Abschätzung, Würdigung, εὐδαιμονίας Plut. Sol. 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de mesurer, d'apprécier.
Étymologie: ἀναμετρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμέτρησις: εως ἡ досл. измерение, перен. оценка, определение (τινος πρὸς ἀργύριον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμέτρησις: -εως, ἡ, καταμέτρησις, τῆς γῆς Στράβ. 11. 2) ἐκτίμησις πράγματός τινος παραβαλλομένου πρός τι, «εἰ μὴ πρὸς ἀργύριον πολὺ μηδὲ χρυσίον τῆς εὐδαιμονίας ποιεῖται τὴν ἀναμέτρησιν» Πλουτ. Σόλων 27.

Greek Monotonic

ἀναμέτρησις: -εως, ἡ (ἀναμετρέω), καταμέτρηση, τινος πρός τι, ένα πράγμα προς ένα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀναμετρέω
a measurement, τινος πρός τι of one thing by another, Plut.