μυρσινίτης: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrsinitis | |Transliteration C=myrsinitis | ||
|Beta Code=mursini/ths | |Beta Code=mursini/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑτ] [[οἶνος]], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[wine flavoured with myrtle]], Dsc.5.29.<br><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">μ., ὁ</b>, a precious stone, Plin.''HN''37.174.<br><span class="bld">2</span> [[myrtle spurge]], [[Euphorbia myrsinites]], Dsc.4.164.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> μυρρινίτης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρσῐνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μυρσίνης, Διοσκ. 5. 37. ΙΙ. μυρσ., ὁ, πολύτιμός τις [[λίθος]], Πλίν. 37. 63. | |lstext='''μυρσῐνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μυρσίνης, Διοσκ. 5. 37. ΙΙ. μυρσ., ὁ, πολύτιμός τις [[λίθος]], Πλίν. 37. 63. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ο (Α, αττ. τ. [[μυρρινίτης]])<br /><b>1.</b> (για οίνο) αυτός που [[είναι]] παρασκευασμένος με [[μυρσίνη]]<br /><b>2.</b> [[φυτό]] ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο [[μυρσινίτης]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρσινος]] / [[μύρρινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[μυρρίτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑτ] οἶνος, ὁ,
A wine flavoured with myrtle, Dsc.5.29.
II Subst. μ., ὁ, a precious stone, Plin.HN37.174.
2 myrtle spurge, Euphorbia myrsinites, Dsc.4.164.5.
German (Pape)
[Seite 222] ὁ, = μοῤῥινίτης, Sp.
French (Bailly abrégé)
c. μυρρινίτης.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσῐνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος διὰ μυρσίνης, Διοσκ. 5. 37. ΙΙ. μυρσ., ὁ, πολύτιμός τις λίθος, Πλίν. 37. 63.
Greek Monolingual
ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης)
1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη
2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης
3. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μυρρίτης)].