ταχυθάνατος: Difference between revisions

From LSJ
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τᾰχῠθάνᾰτος
|Full diacritics=τᾰχῠθᾰ́νᾰτος
|Medium diacritics=ταχυθάνατος
|Medium diacritics=ταχυθάνατος
|Low diacritics=ταχυθάνατος
|Low diacritics=ταχυθάνατος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tachythanatos
|Transliteration C=tachythanatos
|Beta Code=taxuqa/natos
|Beta Code=taxuqa/natos
|Definition=[<b class="b3">θᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">liable to sudden death</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.44</span>; <b class="b3">τ. εἶναι</b>, = [[ταχέως θνῄσκειν]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.12</span>; = <b class="b2">decrepitus</b>, Gloss. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">killing speedily</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>56</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>66</span> (Sup.).</span>
|Definition=[θᾰ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[liable to sudden death]], Hp.''Aph.''2.44; <b class="b3">τ. εἶναι</b>, = [[ταχέως θνῄσκειν]], Id.''Epid.''1.12; = [[decrepitus]], ''Glossaria''<br><span class="bld">II</span> [[killing speedily]], Hp.''Acut.''56, ''Art.''66 (Sup.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχῠθάνᾰτος''': -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς αἰφνίδιον θάνατον, οἱ παχέες [[σφόδρα]], κατὰ φύσιν ταχυθάνατοι γίνονται Ἱππ. Ἀφορ. 1246· τ. [[εἶναι]] = [[ταχέως]] θνήσκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐν τάχει φονεύων, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 393, π. Ἄρθρ. 829.
|lstext='''τᾰχῠθάνᾰτος''': -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς αἰφνίδιον θάνατον, οἱ παχέες [[σφόδρα]], κατὰ φύσιν ταχυθάνατοι γίνονται Ἱππ. Ἀφορ. 1246· τ. [[εἶναι]] = [[ταχέως]] θνήσκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐν τάχει φονεύων, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 393, π. Ἄρθρ. 829.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ταχυθάνατος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ [[φονικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βραχύβιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πρόκειται να πεθάνει [[σύντομα]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[υπερήλικας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταχυθάνατος]] εἰμι» — [[πεθαίνω]] [[γρήγορα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]] ([[πρβλ]]. [[βραδυθάνατος]])].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[schnell]] od. bald [[sterbend]]; – [[schnell]], [[plötzlich]] [[tötend]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠθᾰ́νᾰτος Medium diacritics: ταχυθάνατος Low diacritics: ταχυθάνατος Capitals: ΤΑΧΥΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: tachythánatos Transliteration B: tachythanatos Transliteration C: tachythanatos Beta Code: taxuqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον,
A liable to sudden death, Hp.Aph.2.44; τ. εἶναι, = ταχέως θνῄσκειν, Id.Epid.1.12; = decrepitus, Glossaria
II killing speedily, Hp.Acut.56, Art.66 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠθάνᾰτος: -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς αἰφνίδιον θάνατον, οἱ παχέες σφόδρα, κατὰ φύσιν ταχυθάνατοι γίνονται Ἱππ. Ἀφορ. 1246· τ. εἶναι = ταχέως θνήσκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐν τάχει φονεύων, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 393, π. Ἄρθρ. 829.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχυθάνατος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο
2. αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ φονικός
νεοελλ.
βραχύβιος
αρχ.
1. αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα
2. (κατ' επέκτ.) υπερήλικας
3. φρ. «ταχυθάνατος εἰμι» — πεθαίνω γρήγορα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + θάνατος (πρβλ. βραδυθάνατος)].

German (Pape)

schnell od. bald sterbend; – schnell, plötzlich tötend.