τελείωμα: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teleioma
|Transliteration C=teleioma
|Beta Code=telei/wma
|Beta Code=telei/wma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[completion]], τῆς οἰκίας <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>246a17</span>; τῆς ψυχῆς Aq.<span class="title">Jb.</span> 12.2, <span class="bibl">Eun.<span class="title">VS</span> p.500</span> B. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Thess. τελείουμα, [[dedication on the occasion of]] τελείωσις 11, <span class="title">IG</span>9(2).1235 (Phalanna, ii B.C.).</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[completion]], τῆς οἰκίας Arist.''Ph.''246a17; τῆς ψυχῆς Aq.''Jb.'' 12.2, Eun.''VS'' p.500 B.<br><span class="bld">2</span> Thess. [[τελείουμα]], [[dedication]] on the occasion of [[τελείωσις]] ΙΙ, ''IG''9(2).1235 (Phalanna, ii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] τό, = [[τελείωσις]], LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] τό, = [[τελείωσις]], LXX.
}}
{{elru
|elrutext='''τελείωμα:''' ατος τό окончание, завершение (τῆς οἰκίας Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[τελείωμα]] Ν, και [[θεσσαλικός]] τ. τελείουμα, Α [[τελειῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />[[συμπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέρας]], [[τέλος]], [[σημείο]] τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει [[κάτι]] (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το [[τελείωμα]] του φουστανιού»)<br /><b>2.</b> [[εξάντληση]] («το [[λάδι]] έφτασε στο τέλειωμά του»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τελειώματα</i><br />οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τελειοποίηση]], [[τελειότητα]] («[[τελείωμα]] τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφιέρωση]] με την [[ευκαιρία]] της τελείωσης, της ενηλικίωσης.
|mltxt=το, ΝΑ, και [[τελείωμα]] Ν, και [[θεσσαλικός]] τ. τελείουμα, Α [[τελειῶ]], -ώνω<br />[[συμπλήρωση]], [[ολοκλήρωση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέρας]], [[τέλος]], [[σημείο]] τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει [[κάτι]] (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το [[τελείωμα]] του φουστανιού»)<br /><b>2.</b> [[εξάντληση]] («το [[λάδι]] έφτασε στο τέλειωμά του»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα τελειώματα</i><br />οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τελειοποίηση]], [[τελειότητα]] («[[τελείωμα]] τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφιέρωση]] με την [[ευκαιρία]] της τελείωσης, της ενηλικίωσης.
}}
{{elru
|elrutext='''τελείωμα:''' ατος τό окончание, завершение (τῆς οἰκίας Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελείωμα Medium diacritics: τελείωμα Low diacritics: τελείωμα Capitals: ΤΕΛΕΙΩΜΑ
Transliteration A: teleíōma Transliteration B: teleiōma Transliteration C: teleioma Beta Code: telei/wma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A completion, τῆς οἰκίας Arist.Ph.246a17; τῆς ψυχῆς Aq.Jb. 12.2, Eun.VS p.500 B.
2 Thess. τελείουμα, dedication on the occasion of τελείωσις ΙΙ, IG9(2).1235 (Phalanna, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1085] τό, = τελείωσις, LXX.

Russian (Dvoretsky)

τελείωμα: ατος τό окончание, завершение (τῆς οἰκίας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τελείωμα: ὡς καὶ νῦν, συμπλήρωσις, τελειοποίησις, τῆς οἰκίας Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6· τελειότης, τοῦ τῆς ψυχῆς τελειώματος Εὐνάπ. σ. 209.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και τελείωμα Ν, και θεσσαλικός τ. τελείουμα, Α τελειῶ, -ώνω
συμπλήρωση, ολοκλήρωση
νεοελλ.
1. πέρας, τέλος, σημείο τόπου ή χρόνου στο οποίο τελειώνει κάτι (α. «στο τέλειωμα του δρόμου» β. «το τελείωμα του φουστανιού»)
2. εξάντληση («το λάδι έφτασε στο τέλειωμά του»)
3. στον πληθ. τα τελειώματα
οι τελευταίες διαπραγματεύσεις ή οι τελευταίες ενέργειες
μσν.-αρχ.
τελειοποίηση, τελειότητατελείωμα τῆς ψυχῆς», Ευνάπ.)
αρχ.
αφιέρωση με την ευκαιρία της τελείωσης, της ενηλικίωσης.