ὀχλικός: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(30)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochlikos
|Transliteration C=ochlikos
|Beta Code=o)xliko/s
|Beta Code=o)xliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">suited to a</b> or <b class="b2">the mob, popular</b>, ὑποδοχαί <span class="bibl">Posidon.9</span> J.; ἑστίασις <span class="bibl">D.H.2.60</span>; ὀ. θύελλα Phld.<span class="title">Rh.</span>1.184 S.; ὀ. ἄνθρωπος <span class="bibl">Ph.2.537</span>; διάταξις Plu.<b class="b2">Comp.Lyc. Num</b>.2; ὀ. βωμολοχία <span class="bibl">Id.<span class="title">Per.</span>5</span>; τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικόν Id.2.142a; ὀ. ἀηδία <span class="bibl">Hld.3.6</span>.</span>
|Definition=ὀχλική, ὀχλικόν, of or [[suited to a]] or [[the mob]], [[popular]], ὑποδοχαί Posidon.9 J.; ἑστίασις D.H.2.60; ὀ. θύελλα Phld.''Rh.''1.184 S.; ὀ. ἄνθρωπος Ph.2.537; διάταξις Plu.Comp.Lyc. Num.2; ὀ. βωμολοχία Id.''Per.''5; τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικόν Id.2.142a; ὀ. ἀηδία Hld.3.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] den großen Haufen, das Volk betreffend, für den großen Haufen geeignet, populär; καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους [[διάταξις]], Plut. Num. 2; ὑποδοχὰς ἐποιεῖτο ὀχλικάς, Ath. XII, 540 b; ἡ ὀχλικὴ [[πειθώ]], Sext. Emp. adv. rhett. 93; [[βωμολοχία]], Plut. Pericl. 5; – τὸ ὀχλικὸν τῆς λέξεως, gemeine Sprache.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] den großen Haufen, das Volk betreffend, für den großen Haufen geeignet, populär; καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους [[διάταξις]], Plut. Num. 2; ὑποδοχὰς ἐποιεῖτο ὀχλικάς, Ath. XII, 540 b; ἡ ὀχλικὴ [[πειθώ]], Sext. Emp. adv. rhett. 93; [[βωμολοχία]], Plut. Pericl. 5; – τὸ ὀχλικὸν τῆς λέξεως, gemeine Sprache.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne la foule]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχλικός:''' [[соответствующий вкусам толпы]], [[простонародный]] ([[διάταξις]], [[βωμολοχία]] Plut.; [[πειθώ]] Sext.): τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικὸν Plut. простонародный говор.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχλικός''': -ή, -όν, ἀρμόζων εἰς τὸν ὄχλον, [[λαϊκός]], ὑποδοχαὶ Ποσειδώνι. παρ’ Ἀθην. 210D· ἐστίασις Διον. Ἁλ. 2. 60· ὀχλ. καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους [[διάταξις]] Πλουτ. Λυκ. κ. Νουμ. σύγκρ. 2, πρβλ. Περικλ. 5· τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικὸν ὁ αὐτ. 2. 142Α. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 484Β.
|lstext='''ὀχλικός''': -ή, -όν, ἀρμόζων εἰς τὸν ὄχλον, [[λαϊκός]], ὑποδοχαὶ Ποσειδώνι. παρ’ Ἀθην. 210D· ἐστίασις Διον. Ἁλ. 2. 60· ὀχλ. καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους [[διάταξις]] Πλουτ. Λυκ. κ. Νουμ. σύγκρ. 2, πρβλ. Περικλ. 5· τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικὸν ὁ αὐτ. 2. 142Α. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 484Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la foule.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχλικός]], -ή, -όν (Α) [[όχλος]]<br />αυτός που ανήκει στον λαό, [[λαϊκός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀχλικώς</i> (Α)<br />με οχλικό τρόπο.
|mltxt=[[ὀχλικός]], -ή, -όν (Α) [[όχλος]]<br />αυτός που ανήκει στον λαό, [[λαϊκός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀχλικώς</i> (Α)<br />με οχλικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλικός Medium diacritics: ὀχλικός Low diacritics: οχλικός Capitals: ΟΧΛΙΚΟΣ
Transliteration A: ochlikós Transliteration B: ochlikos Transliteration C: ochlikos Beta Code: o)xliko/s

English (LSJ)

ὀχλική, ὀχλικόν, of or suited to a or the mob, popular, ὑποδοχαί Posidon.9 J.; ἑστίασις D.H.2.60; ὀ. θύελλα Phld.Rh.1.184 S.; ὀ. ἄνθρωπος Ph.2.537; διάταξις Plu.Comp.Lyc. Num.2; ὀ. βωμολοχία Id.Per.5; τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικόν Id.2.142a; ὀ. ἀηδία Hld.3.6.

German (Pape)

[Seite 430] den großen Haufen, das Volk betreffend, für den großen Haufen geeignet, populär; καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους διάταξις, Plut. Num. 2; ὑποδοχὰς ἐποιεῖτο ὀχλικάς, Ath. XII, 540 b; ἡ ὀχλικὴ πειθώ, Sext. Emp. adv. rhett. 93; βωμολοχία, Plut. Pericl. 5; – τὸ ὀχλικὸν τῆς λέξεως, gemeine Sprache.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la foule.
Étymologie: ὄχλος.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλικός: соответствующий вкусам толпы, простонародный (διάταξις, βωμολοχία Plut.; πειθώ Sext.): τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικὸν Plut. простонародный говор.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλικός: -ή, -όν, ἀρμόζων εἰς τὸν ὄχλον, λαϊκός, ὑποδοχαὶ Ποσειδώνι. παρ’ Ἀθην. 210D· ἐστίασις Διον. Ἁλ. 2. 60· ὀχλ. καὶ θεραπευτικὴ τοῦ πλήθους διάταξις Πλουτ. Λυκ. κ. Νουμ. σύγκρ. 2, πρβλ. Περικλ. 5· τὸ περὶ τὴν λέξιν ὀχλικὸν ὁ αὐτ. 2. 142Α. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 484Β.

Greek Monolingual

ὀχλικός, -ή, -όν (Α) όχλος
αυτός που ανήκει στον λαό, λαϊκός.
επίρρ...
ὀχλικώς (Α)
με οχλικό τρόπο.