καμινοκαύστης: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kaminokaystis
|Transliteration C=kaminokaystis
|Beta Code=kaminokau/sths
|Beta Code=kaminokau/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who heats a furnace</b> or [[oven]], Gloss. (fem. κᾰμῑνο-καύστρια Sch.<span class="bibl">Od.18.27</span>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">κ. γύψου</b> <b class="b2">one who burns</b> gypsum <b class="b2">in a kiln</b>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>952.8</span> (ii/iii A.D.).</span>
|Definition=καμινοκαύστου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who heats a furnace]] or [[oven]], ''Glossaria'' (fem. [[καμινοκαύστρια]] Sch.Od.18.27).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κ. γύψου</b> [[one who burns]] gypsum [[in a kiln]], ''BGU''952.8 (ii/iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καμινοκαύστης]], ό, θηλ. [[καμινοκαύστρια]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θερμαίνει [[καμίνι]] ή κλίβανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καμινοκαύστης]] γύψου» — αυτός που παράγει γύψο σε [[καμίνι]] ή κλίβανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμινος]] <span style="color: red;">+</span> -[[καύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρακο</i>-[[καύστης]], <i>νεκρο</i>-[[καύστης]].
|mltxt=[[καμινοκαύστης]], ό, θηλ. [[καμινοκαύστρια]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θερμαίνει [[καμίνι]] ή κλίβανο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καμινοκαύστης]] γύψου» — αυτός που παράγει γύψο σε [[καμίνι]] ή κλίβανο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμινος]] <span style="color: red;">+</span> -[[καύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[καύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[καίω]]), [[πρβλ]]. [[ανθρακοκαύστης]], [[νεκροκαύστης]].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνοκαύστης Medium diacritics: καμινοκαύστης Low diacritics: καμινοκαύστης Capitals: ΚΑΜΙΝΟΚΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kaminokaústēs Transliteration B: kaminokaustēs Transliteration C: kaminokaystis Beta Code: kaminokau/sths

English (LSJ)

καμινοκαύστου, ὁ,
A one who heats a furnace or oven, Glossaria (fem. καμινοκαύστρια Sch.Od.18.27).
II κ. γύψου one who burns gypsum in a kiln, BGU952.8 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, Ofenheizer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνοκαύστης: -ου, ὁ, ὁ θερμαίνων κάμινον ἢ κλίβανον, Γλωσσ.· θηλ. καμινοκαύστρια, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 26.

Greek Monolingual

καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α)
1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο
2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» — αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + -καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακοκαύστης, νεκροκαύστης.