φύγεθρον: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fygethron
|Transliteration C=fygethron
|Beta Code=fu/geqron
|Beta Code=fu/geqron
|Definition=τό, [[a swelling of the glands]], especially of the groin or armpit, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.44.21.1</span>, Heliod. ap. Sch.ad [[l.c.]] (iii <span class="bibl">p.687</span> D.): also spelt φύγεθλον, Gal.11.72; Lat. [[phygetron]], <span class="bibl">Cels.5.18.19</span>, <span class="bibl">28.10</span>. (Perh. for <b class="b3">φλύγ-εθρον</b>, cf. [[φλυκτίς]].)  
|Definition=τό, [[a swelling of the glands]], especially of the groin or armpit, Ruf. ap. Orib.44.21.1, Heliod. ap. Sch.ad [[l.c.]] (iii p.687 D.): also spelt φύγεθλον, Gal.11.72; Lat. [[phygetron]], Cels.5.18.19, 28.10. (Perh. for <b class="b3">φλύγ-εθρον</b>, cf. [[φλυκτίς]].)  
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[φύγεθλον]], τὸ, ΜΑ<br />[[φλεγμονή]] και [[εξοίδηση]] τών αδένων και, [[ιδίως]], αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[φύγεθρον]] / [[φύγεθλον]] ανάγεται</i> στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhl</i>-<i>u</i>- της ρίζας <i>bhl</i>-<i>eu</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, ρέω, [[κοχλάζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλύω]]) και έχει σχηματιστεί με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. [[φλύω]], [[φλύκταινα]]) και [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> / -<i>ε</i>-<i>θλον</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θρον</i>, -<i>θλον</i>), [[δηλαδή]] μέσω ενός τ. <i>φλυ</i>-<i>γ</i>-<i>εθρον</i> / <i>φλυ</i>-<i>γ</i>-<i>εθλον</i> με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>λ</i>- της πρώτης συλλαβής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> <i>phygetron</i>].
|mltxt=και δ. γρφ. [[φύγεθλον]], τὸ, ΜΑ<br />[[φλεγμονή]] και [[εξοίδηση]] τών αδένων και, [[ιδίως]], αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[φύγεθρον]] / [[φύγεθλον]] ανάγεται</i> στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhl</i>-<i>u</i>- της ρίζας <i>bhl</i>-<i>eu</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, ρέω, [[κοχλάζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλύω]]) και έχει σχηματιστεί με λαρυγγική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. [[φλύω]], [[φλύκταινα]]) και [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>θρον</i> / -<i>ε</i>-<i>θλον</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θρον</i>, -<i>θλον</i>), [[δηλαδή]] μέσω ενός τ. <i>φλυ</i>-<i>γ</i>-<i>εθρον</i> / <i>φλυ</i>-<i>γ</i>-<i>εθλον</i> με ανομοιωτική [[αποβολή]] του -<i>λ</i>- της πρώτης συλλαβής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> <i>phygetron</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύγεθρον Medium diacritics: φύγεθρον Low diacritics: φύγεθρον Capitals: ΦΥΓΕΘΡΟΝ
Transliteration A: phýgethron Transliteration B: phygethron Transliteration C: fygethron Beta Code: fu/geqron

English (LSJ)

τό, a swelling of the glands, especially of the groin or armpit, Ruf. ap. Orib.44.21.1, Heliod. ap. Sch.ad l.c. (iii p.687 D.): also spelt φύγεθλον, Gal.11.72; Lat. phygetron, Cels.5.18.19, 28.10. (Perh. for φλύγ-εθρον, cf. φλυκτίς.)

Greek Monolingual

και δ. γρφ. φύγεθλον, τὸ, ΜΑ
φλεγμονή και εξοίδηση τών αδένων και, ιδίως, αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύγεθρον / φύγεθλον ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα bhl-u- της ρίζας bhl-eu- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω, κοχλάζω» (βλ. λ. φλύω) και έχει σχηματιστεί με λαρυγγική παρέκταση -γ- της ρίζας (βλ. και λ. φλύω, φλύκταινα) και επίθημα -ε-θρον / -ε-θλον (βλ. λ. -θρον, -θλον), δηλαδή μέσω ενός τ. φλυ-γ-εθρον / φλυ-γ-εθλον με ανομοιωτική αποβολή του -λ- της πρώτης συλλαβής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. phygetron].