συνθηματικός: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synthimatikos
|Transliteration C=synthimatikos
|Beta Code=sunqhmatiko/s
|Beta Code=sunqhmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[by preconcerted signs]], <b class="b3">σ. γράμματα</b> writings [[in cipher]], <span class="bibl">Plb.8.16.9</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[in cipher]], <span class="bibl">Id.8.17.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[symbolical]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>210</span>.</span>
|Definition=συνθηματική, συνθηματικόν,<br><span class="bld">A</span> [[by preconcerted signs]], <b class="b3">σ. γράμματα</b> writings [[in cipher]], Plb.8.16.9. Adv. [[συνθηματικῶς]] = [[in cipher]], Id.8.17.4.<br><span class="bld">II</span> [[symbolical]], Dam.''Pr.''210.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθημᾰτικός:''' [[условный]] (γράμματα Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συνθηματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύνθημα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα [[σύνθημα]], ένα [[σημείο]] συμφωνημένο εκ τών προτέρων, [[συμβολικός]] (α. «συνθηματικές γλώσσες»<br />[γλωσσ.] ιδιώματα που χρησιμοποιούνται από ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή με την [[ίδια]] επαγγελματική [[απασχόληση]], [[συνήθως]] για να επιτυγχάνεται η [[συνεννόηση]] τών μελών της ομάδας με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά από τρίτους, αλλ. [[μυστικά]] ιδιώματα ή κρυφές γλώσσες<br />β. «ἔχοντα [[παρά]] τε Νικόμαχου καὶ Μελαγκόμα συνθηματικὰ γράμματα», <b>Πολ.</b>)<br />(μσν.- αρχ.) αυτός που περιλαμβάνει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται [[κατά]] [[συνθήκη]], [[μετά]] από [[συνεννόηση]], ορισμένες έννοιες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνθηματικώς]] / <i>συνθηματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συνθηματικά</i> Ν<br />με συνθηματικά [[σημεία]], με συνθήματα (α. «μιλούν συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι» β. «στολὰς γεγραμμένας συνθηματικῶς», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό / [[συνθηματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύνθημα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σύνθημα]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα [[σύνθημα]], ένα [[σημείο]] συμφωνημένο εκ τών προτέρων, [[συμβολικός]] (α. «συνθηματικές γλώσσες»<br />[γλωσσ.] ιδιώματα που χρησιμοποιούνται από ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή με την [[ίδια]] επαγγελματική [[απασχόληση]], [[συνήθως]] για να επιτυγχάνεται η [[συνεννόηση]] τών μελών της ομάδας με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά από τρίτους, αλλ. [[μυστικά]] ιδιώματα ή κρυφές γλώσσες<br />β. «ἔχοντα [[παρά]] τε Νικόμαχου καὶ Μελαγκόμα συνθηματικὰ γράμματα», <b>Πολ.</b>)<br />(μσν.- αρχ.) αυτός που περιλαμβάνει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται [[κατά]] [[συνθήκη]], [[μετά]] από [[συνεννόηση]], ορισμένες έννοιες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συνθηματικώς]] / <i>συνθηματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συνθηματικά</i> Ν<br />με συνθηματικά [[σημεία]], με συνθήματα (α. «μιλούν συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι» β. «στολὰς γεγραμμένας συνθηματικῶς», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''συνθημᾰτικός:''' условный (γράμματα Polyb.).
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθημᾰτικός Medium diacritics: συνθηματικός Low diacritics: συνθηματικός Capitals: ΣΥΝΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synthēmatikós Transliteration B: synthēmatikos Transliteration C: synthimatikos Beta Code: sunqhmatiko/s

English (LSJ)

συνθηματική, συνθηματικόν,
A by preconcerted signs, σ. γράμματα writings in cipher, Plb.8.16.9. Adv. συνθηματικῶς = in cipher, Id.8.17.4.
II symbolical, Dam.Pr.210.

Russian (Dvoretsky)

συνθημᾰτικός: условный (γράμματα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνθημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ κατὰ προηγουμένην συνεννόησιν ἢ συμφωνίαν, γράμματα συν., ἐκ τῶν προτέρων συμπεφωνημένα, ἰδιαίτερα, οὐχὶ συνήθη, Πολύβ. 8. 18, 9. ― Ἐπίρρ. συνθηματικῶς, συνθ. γράφειν, διὰ συνθηματικῶν σημείων γράφειν, αὐτόθι 19. 4, πρβλ. σύνθημα Ι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συνθηματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σύνθημα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα
2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες»
[γλωσσ.] ιδιώματα που χρησιμοποιούνται από ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή με την ίδια επαγγελματική απασχόληση, συνήθως για να επιτυγχάνεται η συνεννόηση τών μελών της ομάδας με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά από τρίτους, αλλ. μυστικά ιδιώματα ή κρυφές γλώσσες
β. «ἔχοντα παρά τε Νικόμαχου καὶ Μελαγκόμα συνθηματικὰ γράμματα», Πολ.)
(μσν.- αρχ.) αυτός που περιλαμβάνει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται κατά συνθήκη, μετά από συνεννόηση, ορισμένες έννοιες.
επίρρ...
συνθηματικώς / συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν
με συνθηματικά σημεία, με συνθήματα (α. «μιλούν συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι» β. «στολὰς γεγραμμένας συνθηματικῶς», Πολ.).