οἰκοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oikopoios
|Transliteration C=oikopoios
|Beta Code=oi)kopoio/s
|Beta Code=oi)kopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[constituting a house]], <b class="b3">οὐδ' ἔνδον οἰ. ἐστί τις τροφή</b> the comforts [[of a house]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">οἰκοποιός, ὁ,</b> [[builder]], [[structor]], Gloss.</span>
|Definition=οἰκοποιόν,<br><span class="bld">A</span> [[constituting a house]], <b class="b3">οὐδ' ἔνδον οἰ. ἐστί τις τροφή</b> the comforts [[of a house]], S.''Ph.''32.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">οἰκοποιός, ὁ,</b> [[builder]], [[structor]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui rend (une caverne) habitable.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br />qui rend (une caverne) habitable.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ποιέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ein Haus [[machend]], [[bauend]]</i>, Sp.; – aber Soph. <i>Phil</i>. 32, οὐδ' [[ἔνδον]] [[οἰκοποιός]] [[ἐστί]] τις [[τροφή]], erkl. der Schol. ἡ ἐν οἴκῳ γενομένη [[besser]] »die ein Haus macht, die unfreundliche [[Höhle]] zu einem wohnlichen Hause [[umgestalten]] könnte«.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοποιός Medium diacritics: οἰκοποιός Low diacritics: οικοποιός Capitals: ΟΙΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: oikopoiós Transliteration B: oikopoios Transliteration C: oikopoios Beta Code: oi)kopoio/s

English (LSJ)

οἰκοποιόν,
A constituting a house, οὐδ' ἔνδον οἰ. ἐστί τις τροφή the comforts of a house, S.Ph.32.
II οἰκοποιός, ὁ, builder, structor, Glossaria.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend (une caverne) habitable.
Étymologie: οἶκος, ποιέω.

German (Pape)

ein Haus machend, bauend, Sp.; – aber Soph. Phil. 32, οὐδ' ἔνδον οἰκοποιός ἐστί τις τροφή, erkl. der Schol. ἡ ἐν οἴκῳ γενομένη besser »die ein Haus macht, die unfreundliche Höhle zu einem wohnlichen Hause umgestalten könnte«.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοποιός: делающий обитаемым, пригодным для жилья (τρυφή Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοποιός: -όν, ὁ ἀποτελῶν τὸν οἶκον, ὁ καθιστῶν μέρος τι οἰκήσιμον, οὐδ’ ἔνδον οἰκ. ἐστί τις τροφή; δὲν ὑπάρχουσιν ἐντὸς τὰ πρὸς κατοικίαν χρήσιμα; Σοφ. Φ. 32 (Bgk. ἐστ’ ἐπιστροφή).

Greek Monolingual

οἰκοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που κάνει έναν τόπο κατοικήσιμο
2. το αρσ. ως ουσ.οἰκοποιός
οικοδόμος, κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ποιος].

Greek Monotonic

οἰκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που απαρτίζει ένα σπίτι, αυτός που καθιστά ένα μέρος κατοικήσιμο, οἰκοποιὸς τροφή, οι ανέσεις ενός σπιτιού, τα χρήσιμα προς κατοίκηση, σε Σοφ.

Middle Liddell

οἰκο-ποιός, όν ποιέω
constituting a house, οἰκ. τροφή the comforts of a house, Soph.