λιθουλκός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lithoulkos
|Transliteration C=lithoulkos
|Beta Code=liqoulko/s
|Beta Code=liqoulko/s
|Definition=όν, (ἕλκω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">quarrying stones</b>, <span class="bibl">Poll.7.118</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst. <b class="b3">λ., ὁ</b>, <b class="b2">instrument for extracting the stone</b>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.45.6.2</span>, <span class="bibl">Aët.16.111</span> (101), <span class="bibl">Paul.Aeg.6.60</span>.</span>
|Definition=λιθουλκόν, ([[ἕλκω]])<br><span class="bld">A</span> [[quarrying stones]], Poll.7.118.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]] <b class="b3">λ., ὁ</b>, [[instrument for extracting the stone]], Heliod. ap. Orib.45.6.2, Aët.16.111 (101), Paul.Aeg.6.60.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λιθουλκός]], ὁ, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
|lstext='''λῐθουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, Πολυδ. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λιθουλκός]], ὁ, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[λιθουλκός]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιθουλκός]]<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύλληψη]] και [[εξαγωγή]] λίθου σχηματισμένου σε [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το [[λατομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εμβρυ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ουλκός</i>].
|mltxt=-ό (AM [[λιθουλκός]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λιθουλκός]]<br />χειρουργικό [[εργαλείο]] το οποίο χρησιμεύει για τη [[σύλληψη]] και [[εξαγωγή]] λίθου σχηματισμένου σε [[κύστη]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το [[λατομείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὁλκή]] ή [[ὁλκός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), [[πρβλ]]. [[εμβρυουλκός]], [[ξιφουλκός]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθουλκός Medium diacritics: λιθουλκός Low diacritics: λιθουλκός Capitals: ΛΙΘΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: lithoulkós Transliteration B: lithoulkos Transliteration C: lithoulkos Beta Code: liqoulko/s

English (LSJ)

λιθουλκόν, (ἕλκω)
A quarrying stones, Poll.7.118.
II as substantive λ., ὁ, instrument for extracting the stone, Heliod. ap. Orib.45.6.2, Aët.16.111 (101), Paul.Aeg.6.60.

German (Pape)

[Seite 46] Steine heraus-, in die Höhe ziehend, Poll. 7, 118.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἕλκων ἐκ τοῦ λατομείου λίθους, Πολυδ. Ζ΄, 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λιθουλκός, ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.

Greek Monolingual

-ό (AM λιθουλκός, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο λιθουλκός
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη και εξαγωγή λίθου σχηματισμένου σε κύστη
αρχ.
αυτός που σύρει και βγάζει πέτρες από το λατομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, ξιφουλκός].