νεοσύστατος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neosystatos | |Transliteration C=neosystatos | ||
|Beta Code=neosu/statos | |Beta Code=neosu/statos | ||
|Definition= | |Definition=νεοσύστατον,<br><span class="bld">A</span> [[recently formed]], i.e. [[recent]], of disease, Critoap.Gal.12.830; [[sudden]], κατάρρους Herod.Med. ap. Orib.10.17.2.<br><span class="bld">II</span> [[having newly joined a sect]], [[proselyte]], J.''BJ''2.8.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
νεοσύστατον,
A recently formed, i.e. recent, of disease, Critoap.Gal.12.830; sudden, κατάρρους Herod.Med. ap. Orib.10.17.2.
II having newly joined a sect, proselyte, J.BJ2.8.9.
German (Pape)
[Seite 245] eben erst zusammengestellt, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσύστᾰτος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ συσταθείς, Γαλην.· - ὁ πρὸ μικροῦ προσχωρήσας εἴς τινα αἵρεσιν, νέος προσήλυτος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεοσύστατος, -ον)
αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα
αρχ.
1. (για νόσημα) αυτός που εμφανίστηκε πριν από λίγο, αιφνίδιος, ξαφνικός («νεοσύστατος κατάρρους», Ορειβ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που πριν από λίγο προσχώρησε σε κάποια αίρεση, αυτός που προσηλυτίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. μονσύστατος].