ἐπαρκής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eparkis
|Transliteration C=eparkis
|Beta Code=e)parkh/s
|Beta Code=e)parkh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[helpful]], κρᾶσις <span class="bibl">Emp.22.4</span>; of remedies, [[effective]], Nic. <span class="bibl"><span class="title">Al.</span>564</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[sufficient]], οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>7</span>, cf. <span class="bibl">D.P. 1101</span>. Adv. -κῶς <span class="title">IG</span>4.491 (Cleonae).</span>
|Definition=ἐπαρκές,<br><span class="bld">A</span> [[helpful]], κρᾶσις Emp.22.4; of remedies, [[effective]], Nic. ''Al.''564.<br><span class="bld">II</span> [[sufficient]], οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. Plu.''Cic.''7, cf. D.P. 1101. Adv. [[ἐπαρκῶς]] ''IG''4.491 (Cleonae).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρκής Medium diacritics: ἐπαρκής Low diacritics: επαρκής Capitals: ΕΠΑΡΚΗΣ
Transliteration A: eparkḗs Transliteration B: eparkēs Transliteration C: eparkis Beta Code: e)parkh/s

English (LSJ)

ἐπαρκές,
A helpful, κρᾶσις Emp.22.4; of remedies, effective, Nic. Al.564.
II sufficient, οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. Plu.Cic.7, cf. D.P. 1101. Adv. ἐπαρκῶς IG4.491 (Cleonae).

German (Pape)

[Seite 905] ές, hinreichend; οὐσία ταῖς δαπάναις ἐπαρκής Plut. Cic. 7; D. Per. 1101; – helfend, beistehend, Nic. Al. 577. – Adv., Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
suffisant à, τινι.
Étymologie: ἐπαρκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρκής: достаточный (οὐσία ταῖς δαπάναις ἐ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρκής: -ές, ὅσος ἐπαρκεῖ, ὅσος χρειάζεται, ἀρκετός, ἐν δὲ ἐπαρκὲς θάλπε βαλὼν χύτρῳ σκαμμώνιον Νικ. Ἀλεξιφ. 577· ἐπαρκῶν, οὐσία ταῖς δαπάναις ἐπαρκὴς Πλουτ. Κικ. 7· πρβλ. Διονύσ. Π. 1601· «ἐπαρκές· αὔταρκες» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Α΄, Μακκ. ΙΑ΄, 35), Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 471.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐπαρκής, -ές)
1. αυτός που ικανοποιεί πλήρως μια ανάγκη, αρκετός («οὐσίαν... ταῖς δαπάναις ἐπαρκῆ κεκτημένος», Πλούτ.)
2. επίρρ. επαρκώς
αρκετά, ικανοποιητικά
αρχ.
1. βοηθητικός, χρήσιμος
2. (για φάρμακο) δραστικός, αποτελεσματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρχος (< αρκώ) «μέσο άμυνας, υπεράσπισης»].