ὑπέρπαχυς: Difference between revisions
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperpachys | |Transliteration C=yperpachys | ||
|Beta Code=u(pe/rpaxus | |Beta Code=u(pe/rpaxus | ||
|Definition=υ, | |Definition=υ, [[exceedingly fat]], Hp.Aër.15, Plu.''Cat.Ma.''9; [[very thick]], <b class="b3">πλῆθος ὑ.</b>, of [[πτισάνη]], Hp.''Acut.''11; of ships, [[with very thick timbers]], D.C.49.1. (In Hp.Aër. l. c. nom. pl. -πάχητες, [[varia lectio|v.l.]] -πάχυτες.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1200.png Seite 1200]] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> εως;<br />[[excessivement gras]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[παχύς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρπᾰχυς:''' υ adj. необыкновенно тучный Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρπᾰχυς''': υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[παχύς]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ [[σκάφη]])» Δίων Κ. 49. 1. | |lstext='''ὑπέρπᾰχυς''': υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[παχύς]], Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ [[σκάφη]])» Δίων Κ. 49. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εία, -υ / [[ὑπέρπαχυς]], - | |mltxt=-εία, -υ / [[ὑπέρπαχυς]], -εῖα, -υ, ΝΜΑ [[παχύς]]<br />υπερβολικά [[παχύς]], [[τετράπαχος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, [[ογκώδης]] («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ [[σκάφη]]]», Δίων Κάσσ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
υ, exceedingly fat, Hp.Aër.15, Plu.Cat.Ma.9; very thick, πλῆθος ὑ., of πτισάνη, Hp.Acut.11; of ships, with very thick timbers, D.C.49.1. (In Hp.Aër. l. c. nom. pl. -πάχητες, v.l. -πάχυτες.)
German (Pape)
[Seite 1200] υ, übermäßig dich od. fett, Ael. V. H. 14, 7.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. εως;
excessivement gras.
Étymologie: ὑπέρ, παχύς.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπᾰχυς: υ adj. необыкновенно тучный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπᾰχυς: υ, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν παχύς, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, περὶ Διαίτ. Ὀξ. 385, Πλούτ., κλπ.· ἐπὶ πλοίων, «ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεσκευάσθη (τὰ σκάφη)» Δίων Κ. 49. 1.
Greek Monolingual
-εία, -υ / ὑπέρπαχυς, -εῖα, -υ, ΝΜΑ παχύς
υπερβολικά παχύς, τετράπαχος
μσν.-αρχ.
(για πλοία) κατασκευασμένος με πολύ χοντρά ξύλα, χοντροφτειαγμένος, ογκώδης («ὑπερπαχῆ τε γὰρ καὶ ὑπερμεγέθη κατεστευάσθη [τὰ σκάφη]», Δίων Κάσσ.).