ἐκποίητος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(11)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekpoiitos
|Transliteration C=ekpoiitos
|Beta Code=e)kpoi/htos
|Beta Code=e)kpoi/htos
|Definition=<b class="b3">παῖς</b> a child <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">given to be adopted by another</b>, ἐ. εἰς οἶκόν τινος <span class="bibl">Is.7.23</span>, cf. <span class="bibl">Aeschin.3.21</span> ; cf. [[εἰσποίητος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">alienated from</b>, <b class="b3">μητρός</b>, <span class="bibl">Is.7.25</span> : metaph., κακίας Plu.2.562f.</span>
|Definition=[[παῖς]] a child<br><span class="bld">A</span> [[given to be adopted by another]], ἐ. εἰς οἶκόν τινος Is.7.23, cf. Aeschin.3.21; cf. [[εἰσποίητος]].<br><span class="bld">2</span> [[alienated from]], [[μητρός]], Is.7.25: metaph., κακίας Plu.2.562f.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐκποιητός Poll.3.21<br /><b class="num">1</b> jur. [[entregado en adopción]] Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[apartado]], [[alejado]] c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] [[παῖς]], ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] [[παῖς]], ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[cédé en adoption]];<br /><b>2</b> [[devenu étranger à]] ; <i>fig.</i> [[ἐκποίητος]] τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκποίητος''': [[παῖς]], [[τέκνον]] δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ [[παιδίον]] ἐκαλεῖτο [[οὕτως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε.
|lstext='''ἐκποίητος''': [[παῖς]], [[τέκνον]] δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ [[παιδίον]] ἐκαλεῖτο [[οὕτως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> cédé en adoption;<br /><b>2</b> devenu étranger à ; <i>fig.</i> [[ἐκποίητος]] τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκποιέω]].
|mltxt=, -ο (Α [[ἐκποίητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παιδί]]) αυτός που δόθηκε για [[υιοθεσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που διώχτηκε από το [[γένος]] του<br /><b>3.</b> αποξενωμένος από κάποιον.
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐκποιητός Poll.3.21<br /><b class="num">1</b> jur. [[entregado en adopción]] Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[apartado]], [[alejado]] c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.
|lsmtext='''ἐκποίητος:''' -ον, αυτός που δόθηκε προς [[υιοθεσία]], υιοθετημένος, σε Αισχίν.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐκποίητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παιδί]]) αυτός που δόθηκε για [[υιοθεσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που διώχτηκε από το [[γένος]] του<br /><b>3.</b> αποξενωμένος από κάποιον.
|mdlsjtxt=[[ἐκποίητος]], ον<br />given in [[adoption]], Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκποίητος Medium diacritics: ἐκποίητος Low diacritics: εκποίητος Capitals: ΕΚΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: ekpoíētos Transliteration B: ekpoiētos Transliteration C: ekpoiitos Beta Code: e)kpoi/htos

English (LSJ)

παῖς a child
A given to be adopted by another, ἐ. εἰς οἶκόν τινος Is.7.23, cf. Aeschin.3.21; cf. εἰσποίητος.
2 alienated from, μητρός, Is.7.25: metaph., κακίας Plu.2.562f.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἐκποιητός Poll.3.21
1 jur. entregado en adopción Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.
2 apartado, alejado c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.

German (Pape)

[Seite 775] παῖς, ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 cédé en adoption;
2 devenu étranger à ; fig. ἐκποίητος τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.
Étymologie: ἐκποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκποίητος: παῖς, τέκνον δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ παιδίον ἐκαλεῖτο οὕτως ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐκποίητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος
αρχ.
1. (για παιδί) αυτός που δόθηκε για υιοθεσία
2. αυτός που διώχτηκε από το γένος του
3. αποξενωμένος από κάποιον.

Greek Monotonic

ἐκποίητος: -ον, αυτός που δόθηκε προς υιοθεσία, υιοθετημένος, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ἐκποίητος, ον
given in adoption, Aeschin.