ἐκποίητος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekpoiitos | |Transliteration C=ekpoiitos | ||
|Beta Code=e)kpoi/htos | |Beta Code=e)kpoi/htos | ||
|Definition= | |Definition=[[παῖς]] a child<br><span class="bld">A</span> [[given to be adopted by another]], ἐ. εἰς οἶκόν τινος Is.7.23, cf. Aeschin.3.21; cf. [[εἰσποίητος]].<br><span class="bld">2</span> [[alienated from]], [[μητρός]], Is.7.25: metaph., κακίας Plu.2.562f. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐκποιητός Poll.3.21<br /><b class="num">1</b> jur. [[entregado en adopción]] Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[apartado]], [[alejado]] c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] [[παῖς]], ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0775.png Seite 775]] [[παῖς]], ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[cédé en adoption]];<br /><b>2</b> [[devenu étranger à]] ; <i>fig.</i> [[ἐκποίητος]] τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκποιέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκποίητος''': [[παῖς]], [[τέκνον]] δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ [[παιδίον]] ἐκαλεῖτο [[οὕτως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε. | |lstext='''ἐκποίητος''': [[παῖς]], [[τέκνον]] δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ [[παιδίον]] ἐκαλεῖτο [[οὕτως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἐκποίητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παιδί]]) αυτός που δόθηκε για [[υιοθεσία]]<br /><b>2.</b> αυτός που διώχτηκε από το [[γένος]] του<br /><b>3.</b> αποξενωμένος από κάποιον. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''ἐκποίητος:''' -ον, αυτός που δόθηκε προς [[υιοθεσία]], υιοθετημένος, σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ἐκποίητος]], ον<br />given in [[adoption]], Aeschin. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
παῖς a child
A given to be adopted by another, ἐ. εἰς οἶκόν τινος Is.7.23, cf. Aeschin.3.21; cf. εἰσποίητος.
2 alienated from, μητρός, Is.7.25: metaph., κακίας Plu.2.562f.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἐκποιητός Poll.3.21
1 jur. entregado en adopción Θρασύβουλος ἐ. εἰς τὸν οἶκον τὸν Ἱππολοχίδου γέγονε Is.7.23, ἐ. υἱός Is.11.46, cf. 10.26, Aeschin.3.21, Poll.l.c.
2 apartado, alejado c. gen. separat. μητρός Is.7.25, fig. τῆς κακίας Plu.2.562f.
German (Pape)
[Seite 775] παῖς, ein Kind, das man einen Andern hat adoptiren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines Andern aufgenommen, Is. 7, 23; vgl. Aesch. 3, 21 (B. A. 215 ὁ ἑτέρῳ δοθεὶς εἰσποιήσασθαι). Dah. übertr., ἐκπ. τῆς κακίας Plut. S. N. V. 21. Vgl. ἐμποίητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 cédé en adoption;
2 devenu étranger à ; fig. ἐκποίητος τῆς κακίας PLUT émancipé du vice.
Étymologie: ἐκποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκποίητος: παῖς, τέκνον δοθὲν εἴς τινα πρὸς υἱοθέτησιν, ἐκπ. εἰς οἶκόν τινος Ἰσαῖος 65. 41, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 41. - Τὸ παιδίον ἐκαλεῖτο οὕτως ἐν σχέσει πρὸς τὸν φυσικὸν πατέρα αὑτοῦ, εἰσποίητος δὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸν θετὸν πατέρα. 2) ἀπεξενωμένος, ἀπηλλοτριωμένος, τινὸς Ἰσαῖος 66, 3· κακίας Πλούτ. 2. 562 Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐκποίητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε άλλον, απαλλοτριωμένος
αρχ.
1. (για παιδί) αυτός που δόθηκε για υιοθεσία
2. αυτός που διώχτηκε από το γένος του
3. αποξενωμένος από κάποιον.
Greek Monotonic
ἐκποίητος: -ον, αυτός που δόθηκε προς υιοθεσία, υιοθετημένος, σε Αισχίν.