ψελλιστής: Difference between revisions
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psellistis | |Transliteration C=psellistis | ||
|Beta Code=yellisth/s | |Beta Code=yellisth/s | ||
|Definition= | |Definition=ψελλιστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[stammerer]], ''Glossaria''<br><span class="bld">II</span> of horses who injure their hoofs in the stable, ψελλισταὶ οἱ λεγόμενοι ''Hippiatr.''10 ([[varia lectio|v.l.]] [[ψυλλισταί]], [[κονδυλισταί]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψελλιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ. | |lstext='''ψελλιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, [[ψελλίζω]]<br />[[άτομο]] που δυσκολεύεται να μιλήσει<br /><b>μσν.</b><br />[[άλογο]] του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές [[μέσα]] στον στάβλο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ψελλιστοῦ, ὁ,
A stammerer, Glossaria
II of horses who injure their hoofs in the stable, ψελλισταὶ οἱ λεγόμενοι Hippiatr.10 (v.l. ψυλλισταί, κονδυλισταί).
Greek (Liddell-Scott)
ψελλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, ψελλίζω
άτομο που δυσκολεύεται να μιλήσει
μσν.
άλογο του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές μέσα στον στάβλο.