παρορμητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parormitikos
|Transliteration C=parormitikos
|Beta Code=parormhtiko/s
|Beta Code=parormhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[stimulative]], Longin.14.3; πρὸς γάμον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>15</span>; <b class="b3">π. ὀρέξεων, ἀφροδισίων</b>, Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.146</span>, Dsc.2.110; <b class="b3">π. ῥήματα</b> verbs [[denoting incitement]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>289.16</span>.
|Definition=παρορμητική, παρορμητικόν, [[stimulative]], Longin.14.3; πρὸς γάμον Plu.''Lyc.''15; <b class="b3">π. ὀρέξεων, ἀφροδισίων</b>, Xenocr. ap. Orib.2.58.146, Dsc.2.110; <b class="b3">π. ῥήματα</b> verbs [[denoting incitement]], A.D.''Synt.''289.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παρορμητικός --όν [παρορμάω] [[aansporend]].
|elnltext=παρορμητικός -ή -όν [παρορμάω] [[aansporend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρορμητικός Medium diacritics: παρορμητικός Low diacritics: παρορμητικός Capitals: ΠΑΡΟΡΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parormētikós Transliteration B: parormētikos Transliteration C: parormitikos Beta Code: parormhtiko/s

English (LSJ)

παρορμητική, παρορμητικόν, stimulative, Longin.14.3; πρὸς γάμον Plu.Lyc.15; π. ὀρέξεων, ἀφροδισίων, Xenocr. ap. Orib.2.58.146, Dsc.2.110; π. ῥήματα verbs denoting incitement, A.D.Synt.289.16.

German (Pape)

[Seite 527] ή, όν, antreibend, anspornend, πρός τι, Plut. Lycurg. 15, u. Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.
Étymologie: παρορμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρορμητικός -ή -όν [παρορμάω] aansporend.

Russian (Dvoretsky)

παρορμητικός: побуждающий, поощряющий (πρός τι Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρορμητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και στο αποτέλεσμα του παρορμώ, προτρεπτικός (α. παρορμητικά λόγια» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων»)
νεοελλ.
αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις παρορμήσεων, αυτός που ρέπει ή ωθεί σε πράξεις αυθόρμητες, ενστικτώδεις, οι οποίες δεν έχουν υποβληθεί στον έλεγχο της συνείδησης
αρχ.
φρ. «παρορμητικά ῥήματα» — τα ρήματα που φανερώνουν προτροπή, παρακίνηση, όπως λ.χ. ὀτρύνω, ἐρεθίζω κ.ά.

Greek Monotonic

παρορμητικός: -ή, -όν (παρορμάω), προτρεπτικός, διεγερτικός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρορμητικός: -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α.

Middle Liddell

παρορμητικός, ή, όν παρορμάω
stimulative, Plut.