λειτούργημα: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leitoyrgima
|Transliteration C=leitoyrgima
|Beta Code=leitou/rghma
|Beta Code=leitou/rghma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">performance of a public service</b>, <span class="bibl">D.H.6.40</span>, <span class="bibl">Plu. <span class="title">Ages.</span>36</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1412.14</span> (iii A.D.), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>1.21d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">performance of religious ritual</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>4.32</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[performance of a public service]], D.H.6.40, Plu. ''Ages.''36, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1412.14 (iii A.D.), Jul.''Or.''1.21d.<br><span class="bld">2</span> [[performance of religious ritual]], [[LXX]] ''Nu.''4.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0026.png Seite 26]] τό, ein dem Volke oder Staate in einem öffentlichen Amte geleisteter Dienst, Plut. Ages. 36 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0026.png Seite 26]] τό, ein dem Volke oder Staate in einem öffentlichen Amte geleisteter Dienst, Plut. Ages. 36 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[accomplissement d'un service public]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> accomplissement d'un service <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[λειτουργέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λειτούργημα:''' ατος τό выполнение общественно-государственной или служебной повинности Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λειτούργημα''': τό, ἡ ἐκτέλεσις λειτουργίας, Πλουτ. Ἀγησ. 36, κτλ.˙ ― [[ὡσαύτως]] λειτουργησία, ἡ, πιθ. γραφὴ παρὰ Φιλοστρ. τ. 2 σ. 112, 29, ἔκδ. Kayser.
|lstext='''λειτούργημα''': τό, ἡ ἐκτέλεσις λειτουργίας, Πλουτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] λειτουργησία, ἡ, πιθ. γραφὴ παρὰ Φιλοστρ. τ. 2 σ. 112, 29, ἔκδ. Kayser.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[λειτούργημα]]) [[λειτουργώ]]<br />[[δημόσια]] [[υπηρεσία]] η οποία ασκείται [[υπέρ]] του λαού ή της πολιτείας<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προσφορά]] υπηρεσίας χρήσιμης στο κοινωνικό [[σύνολο]] («το [[επάγγελμα]] του εκπαιδευτικού [[είναι]] [[λειτούργημα]]»)<br />(νεο-ελλ.-μσν.) το [[σύνολο]] τών καθηκόντων, το [[αξίωμα]] του λειτουργού, [[ιδίως]] του δημόσιου<br /><b>αρχ.</b><br />η [[εκτέλεση]] του τυπικού της θείας λατρείας.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> accomplissement d’un service public;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> accomplissement d’un service <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[λειτουργέω]].
|lsmtext='''λειτούργημα:''' τό, [[εκτέλεση]] μιας <i>λειτουργίας</i>, σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λειτούργημα]], ατος, τό,<br />the [[performance]] of a [[λειτουργία]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειτούργημα Medium diacritics: λειτούργημα Low diacritics: λειτούργημα Capitals: ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: leitoúrgēma Transliteration B: leitourgēma Transliteration C: leitoyrgima Beta Code: leitou/rghma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A performance of a public service, D.H.6.40, Plu. Ages.36, POxy.1412.14 (iii A.D.), Jul.Or.1.21d.
2 performance of religious ritual, LXX Nu.4.32.

German (Pape)

[Seite 26] τό, ein dem Volke oder Staate in einem öffentlichen Amte geleisteter Dienst, Plut. Ages. 36 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 accomplissement d'un service public;
2 p. ext. accomplissement d'un service en gén.
Étymologie: λειτουργέω.

Russian (Dvoretsky)

λειτούργημα: ατος τό выполнение общественно-государственной или служебной повинности Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λειτούργημα: τό, ἡ ἐκτέλεσις λειτουργίας, Πλουτ. Ἀγησ. 36, κτλ.· ― ὡσαύτως λειτουργησία, ἡ, πιθ. γραφὴ παρὰ Φιλοστρ. τ. 2 σ. 112, 29, ἔκδ. Kayser.

Greek Monolingual

το (AM λειτούργημα) λειτουργώ
δημόσια υπηρεσία η οποία ασκείται υπέρ του λαού ή της πολιτείας
νεοελλ.
προσφορά υπηρεσίας χρήσιμης στο κοινωνικό σύνολο («το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι λειτούργημα»)
(νεο-ελλ.-μσν.) το σύνολο τών καθηκόντων, το αξίωμα του λειτουργού, ιδίως του δημόσιου
αρχ.
η εκτέλεση του τυπικού της θείας λατρείας.

Greek Monotonic

λειτούργημα: τό, εκτέλεση μιας λειτουργίας, σε Πλούτ.

Middle Liddell

λειτούργημα, ατος, τό,
the performance of a λειτουργία, Plut.