ἐπιτύφομαι: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epityfomai
|Transliteration C=epityfomai
|Beta Code=e)pitu/fomai
|Beta Code=e)pitu/fomai
|Definition=[ῡ], Pass., aor. 2 <b class="b3">-ετύφην [ῠ]</b> <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>221</span>:—to [[be burnt up]], esp. by lightning, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VS</span>1.21.2</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Im.</span>2.29</span>: metaph., to [[be inflamed]] by love, τινος [[for]] one, Ar.l.c.; ἐπιτεθυμμένος [[furious]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Phdr.</span>230a</span>.
|Definition=[ῡ], Pass., aor. 2 -ετύφην [ῠ] Ar.''Lys.''221:—to [[be burnt up]], esp. by lightning, Philostr. ''VS''1.21.2, cf. ''Im.''2.29: metaph., to [[be inflamed]] by love, τινος [[for]] one, Ar.l.c.; ἐπιτεθυμμένος [[furious]], Pl. ''Phdr.''230a.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτύφομαι Medium diacritics: ἐπιτύφομαι Low diacritics: επιτύφομαι Capitals: ΕΠΙΤΥΦΟΜΑΙ
Transliteration A: epitýphomai Transliteration B: epityphomai Transliteration C: epityfomai Beta Code: e)pitu/fomai

English (LSJ)

[ῡ], Pass., aor. 2 -ετύφην [ῠ] Ar.Lys.221:—to be burnt up, esp. by lightning, Philostr. VS1.21.2, cf. Im.2.29: metaph., to be inflamed by love, τινος for one, Ar.l.c.; ἐπιτεθυμμένος furious, Pl. Phdr.230a.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτύφομαι: (ῡ) воспламеняться, загораться: ἐ. τινος Arph. воспламениться любовью к кому-л.; ἐπιτεθυμ(μ)ένος Plat. распаленный яростью, злобный.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτύφομαι: ῡ: Παθ., κατακαίομαι, Φιλόστρ. 516, 854· - μεταφ., καταφλέγομαι ὑπὸ ἔρωτος, ὅπως ἂν ἀνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου, δηλ. ἐπικαυθῇ ἐπ’ ἐμοί, ἐπικαῇ, ἐκπυρωθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 221· θηρίον... Τυφῶνος... μᾶλλον ἐπιτεθυμμένον, μαινόμενον, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α (ἄλλοτε ἐγράφετο ἐπιτεθυμένον)· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ἡσύχ. «ἐπιτύφω· ἐπαπολύω. Συρακούσιοι».

Greek Monolingual

ἐπιτύφομαι (Α)
1. ανάβω, κατακαίομαι («ἐπιτεθυμένοι καὶ μέλανες», Σοφ.)
2. παθ. μτφ. καίγομαι από έρωτα («ὅπως ἂν ἁνὴρ ἐπιτυφῇ μάλιστά μου», Αριστοφ.)
3. γεν. μαίνομαιεἴτε τι θηρίον τυγχάνω Τυφῶνος πολυπλοκώτερον καὶ μᾶλλον ἐπιτεθυμμένον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τύφω «καπνίζω, κατακαίω»].

Greek Monotonic

ἐπιτύφομαι: [ῡ], Παθ., φλογίζομαι, διεγείρομαι, καίγομαι· ἐπιτεθυμμένος, έξαλλος, μαινόμενος, σε Πλάτ.

Middle Liddell


Pass. to be inflamed; ἐπιτεθυμμένος furious, rabid, Plat.